ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Ας μην κρυβόμαστε, η δημοκρατία μας απέτυχε…

Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση, παρά το αισιόδοξο μήνυμα της λαϊκής κατακραυγής προς την κυβερνητική –και μόνο πλέον- πλειοψηφία, δυστυχώς φανέρωσε με εξαιρετική διαύγεια παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, προς τις οποίες φροντίζαμε με επιδέξια άγνοια κινδύνου να εθελοτυφλούμε. Είναι γνωστό ότι κανείς από το πολιτικό κατεστημένο των προηγουμένων ετών, πολύ δε περισσότερο από τους κυβερνώντες την τελευταία τετραετία, δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Πλέον όμως, από την Κυριακή 25/5, το ίδιο συμβαίνει και για τους πολίτες της χώρας, οι οποίοι, με περισσή άνεση, ανέδειξαν και καθιέρωσαν, γεγονός πλέον δυστυχώς αδιαμφισβήτητο, ως τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας το μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Το ότι η θέαση του ποσοστού, που οριακά έμεινε κάτω του διψήφιου, προκάλεσε ανακούφιση πρέπει να γεννά τον πανικό για το πού βαδίζουμε.

Τα αίτια της γένεσης του φαινομένου είναι πολλά και χιλιοειπωμένα. Και βαρύνουν και τις δύο όχθες της πολιτικής σκέψης και πράξης, έστω και ετεροβαρώς. Πέραν του πασιφανούς προβλήματος της κοινωνικοοικονομικης κρίσης, που αποδεδειγμένα, σύμφωνα με την ιστορική μνήμη, οδηγεί τον κόσμο σε εθνικιστικές εξάρσεις, το υπόβαθρο της έκρηξης του νεοναζισμού οφείλεται και σε χρόνιες ιδεολογικές αγκυλώσεις και ανιστόρητα στερεότυπα της κοινωνίας. Η μόδα του εθνομηδενισμού, η στείρα και σε ευρύ υπόβαθρο ανιστόρητη καταγγελία της δεξιάς και η ταύτιση του πατριωτισμού με το φασισμό από τη μία λειτούργησαν ως μοχλός πίεσης προς ομάδες που φοβούνταν να εκφραστούν και, στην πρώτη ευκαιρία, ταυτίστηκαν με ό,τι απενοχοποίησε ακόμα και τις πιο ενστικτώδεις και βίαιες ορμές τους στο όνομα της δήθεν υπεράσπισης μίας πατρίδας που κινδυνεύει. Από την άλλη η εθνοτική έπαρση του υποτιθέμενου περιούσιου λαού που «έγραφε ιστορία, όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια», η οποία συστηματικά καλλιεργήθηκε στους Έλληνες, το θλιβερό και επικίνδυνο –όπως αποδείχτηκε- «μία χούντα θα μας σώσει» που ειπώθηκε από πολλούς, πιο πολύ ως απογοήτευση από την παραπαίουσα δημοκρατία, παρά ως νοσταλγία του επταετούς φασισμού, δημιούργησαν το ιδεολογικό υπόβαθρο για όσους σήμερα κάνουν λόγο για την ελληνική αρία φυλή.

Η αναζήτηση συγγένειας με την αντίστοιχη ανάδυση του εθνικοσοσιαλισμού στη χιτλερική Γερμανία, παρά τις προφανείς συμπτώσεις, είναι σε λογικό υπόβαθρο ατελής. Ο ελληνικός εθνικισμός σήμερα δεν εθίγη όσο ο γερμανικός της περιόδου που ακολούθησε την ήττα στον Ἀ Παγκόσμιο Πόλεμο και της αντίστοιχης της Βαϊμάρης. Από την άλλη, οι Γερμανοί της περιόδου εκείνης μπορούν κάλλιστα να επικαλεστούν άγνοια, καθώς ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν φαινόμενο μερικώς μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Σήμερα ξέρουμε. Όχι απλά ξέρουμε, θυμόμαστε. Άρα, ως κοινωνία, αποδεχόμαστε και μερικώς αθωώνουμε τη ναζιστική θηριωδία. Είναι και οι δεξαμενές άντλησης οπαδών διαφορετικές. Το NSDAP άντλησε κυρίως από τις πλατιές εργατικές μάζες και από την απονεκρωμένη αριστερά της Γερμανίας, που αδυνατούσε να αντιληφθεί τις ανάγκες και τα αιτήματα της κοινωνίας. Σήμερα οι δεξαμενές ανιχνεύονται στον ημιθανή κεντρώο και κεντροδεξιό χώρο οι του οποίου οι πολιτικοί του φορείς συντρίβουν τον κοινωνικό ιστό, την ίδια στιγμή που η Αριστερά της Ελλάδας παρουσιάζει τα υψηλότερα νούμερα της ιστορίας της.

Το μόρφωμα αυτό φαίνεται ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με καθαρά πολιτικούς όρους, ακριβώς επειδή δεν αποτελεί με σαφήνεια μέρος της αμιγώς πολιτικής ζωής του τόπου. Η δράση του δεν είναι πολιτική, η «ρητορεία» του είναι γηπεδικού επιπέδου, οι θέσεις του εγκληματικές, ακόμα και η εμφάνιση των στελεχών του πιο πολύ σε «μπράβους» της νύχτας προσιδιάζει. Η βεβιασμένη προσπάθεια, αν όντως υπήρξε, να αντιμετωπισθεί με συμβατικά πολιτικά μέσα έπεσε στο κενό. Η καταγγελία περί εγκληματικής οργάνωσης και η ανάδειξη των δολοφονικών της δράσεων πιο πολύ συσπείρωσαν κόσμο γύρω της παρά τον απομάκρυναν, καθώς λειτούργησε μία αρρωστημένη λογική συμψηφισμού των κοινών εγκλημάτων του ποινικού δικαίου με τα πολιτικά «εγκλήματα», με αθωωτική διάθεση προς το χρυσαυγίτη και καταγγελτική –δίκαια το τελευταίο- προς το στοχοποιημένο πλέον πολιτικό κατεστημένο. Ο κοινοβουλευτικός αποκλεισμός και η απαξίωσή τους σε επίπεδο πολιτικό κάλυψε τη γύμνια τους και τους ανέδειξε σε αντισυστημικούς στα μάτια ενός κόσμου που άκριτα αναζητά «ήρωες και μαχητές» και αρνείται πεισματικά να στραφεί προς δημοκρατικές μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων του.

Όσοι ακόμα επιμένουν να δρουν με τον ίδιο συμβατικό τρόπο απέναντι στον επερχόμενο κίνδυνο, αναμένοντας την πολιτική εξολόθρευσή του, εθελοτυφλούν. Και δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη κίνδυνο μόνο το ίδιο το μόρφωμα, το οποίο τείνει να γίνει φαινόμενο μοναδικό με διείσδυση σε όλους σχεδόν τους κοινωνικούς χώρους. Ελλοχεύει ο κίνδυνος εκφασισμού της κοινωνίας σε επίπεδο καθημερινότητας και νοοτροπίας. Το πρώτο βήμα είναι η εκ νέου διασφάλιση του δικαιώματος στην αξιοπρεπή διαβίωση για τον κάθε πολίτη, Έλληνα και μετανάστη, της χώρας. Το δεύτερο, ίσως και να μη χρειαστεί, αν γίνει το πρώτο γρήγορα, σήμερα. Γιατί ο πολιτικός χρόνος τρέχει επικίνδυνα προς τη λάθος κατεύθυνση. Και η δημοκρατία μας θα έχει αποτύχει, μέχρι το μόρφωμα αυτό να επιστρέψει στην αφάνεια του 0,001%. Σε αυτό χρειάζεται σαφές σχέδιο και όχι μία απέραντη ηθικολογία και ένας επηρμένος διδακτισμός, μέσα που επιστρατεύθηκαν και απέτυχαν.

Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος

 

1 αναγνώστες σχολίασαν

Συμμετοχή στην συζήτηση
  1. Ουσιαστικό το άρθρο που επισημαίνει με πυκνότητα στοχαστική τη νοσηρότητα του ιδεωδέστερου πολιτικού συστήματος, όταν οι άνθρωποι το υπερασπίζονται κατά το δοκούν! Όλοι πρέπει να προβληματιστούμε για την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος στα θεμέλιά του, στην εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος!

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.