ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Περί μεταρρυθμίσεων

Ίσως η πλέον ευρέως χρησιμοποιούμενη φράση σε κάθε δημόσια ή/και ιδιωτική συζήτηση των τελευταίων ετών για την ελληνική οικονομία είναι η προώθηση των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Οι μεταρρυθμίσεις και δη οι λεγόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τείνουν να εξελιχθούν σε ερμηνευτικό παράγοντα κάθε δυσκολίας που συναντούμε στην λειτουργία της οικονομίας μας:

Δεν πέφτουν οι τιμές;… λείπουν ρυθμιστικές παρεμβάσεις στις συνθήκες ανταγωνισμού σε διάφορους κλάδους, ανεβαίνουν τα κόστη;…, λείπουν οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, υστερούμε σε έσοδα;…, απαιτείται μεταρρύθμιση του φορολογικού μας μηχανισμού.

Προφανώς, δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς σε αυτά. Όμως η επίκληση των μεταρρυθμίσεων που μηχανιστικά και ως πανάκεια θα επιλύσουν όλα τα προβλήματα δεν επαρκεί, αν δεν υπάρχει κατάλληλη προτεραιοποίηση και στοχευμένη δράση. Αν διαβάσει κανείς κείμενα πολιτικής των τελευταίων 50 ετών, από τις παρεμβάσεις Βαρβαρέσσου τη δεκαετία του 50’ έως τα προγράμματα οικονομικής ανασυγκρότησης που κατά καιρούς παρουσιάζονται από διάφορους θεσμούς παραγωγής οικονομικής πολιτικής, θα διαπιστώσει τις περισσότερες φορές κοινή φρασεολογία: γραφειοκρατικά προσκόμματα που εμποδίζουν την ιδιωτική πρωτοβουλία να «ανθίσει», βαρύ και δυσκίνητο κράτος, ανάγκη μεταρρυθμίσεων για βελτίωση της αποδοτικότητας, χρηματοδοτικά εμπόδια, ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων…

Με λίγα λόγια διαπιστώνει κανείς μια αέναη συζήτηση για τα ίδια θέματα και ιδιαίτερα για τα ζητήματα του Κράτους και της αποτελεσματικότητάς του. Ταυτόχρονα όμως η Ελλάδα έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών έχει βελτιωθεί, ενώ σταδιακά η Ελλάδα εισήλθε στις 35-40 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Πώς ερμηνεύεται αυτό; Απλώς ως νομοτελειακή εξέλιξη;

Αυτό το οποίο συμβαίνει προφανώς είναι ότι το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων συνεχώς μεταβάλλεται. Σε μια οικονομία και ένα περιβάλλον διαρκώς εξελισσόμενο οι δομές διακυβέρνησης ναι μεν προσαρμόζονται με βάση μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας παρεμβάσεις που βελτιώνουν την αποδοτικότητα κάποιων λειτουργιών, αλλά ταυτόχρονα νέες ανάγκες δημιουργούν νέα περιβάλλοντα που οι υφιστάμενες δομές αδυνατούν να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά, αν δεν μεταρρυθμιστούν.

Δεν υπάρχει τέλος δηλαδή στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων και υπό αυτή την έννοια, απλώς οι εκάστοτε συνθήκες δημιουργούν περιόδους πύκνωσης των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων ή αντίστοιχα χαλάρωσης μέχρις ότου, οι νέες συνθήκες να αναδείξουν τα νέα προβλήματα.

Την τελευταία περίοδο ζούμε πράγματι μία τέτοια περίοδο πύκνωσης των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων. Δυστυχώς την εποχή της ευμάρειας υπήρχε ένας εφησυχασμός και μετάθεση επίλυσης των προβλημάτων, αφού η δημιουργία πλούτου στην Ελλάδα επιτυγχανόταν με διάφορους τρόπους και πηγές. Πολλοί απέκτησαν πόρους και μέσα ώστε να αντιμετωπίσουν τα ελαττώματα και τις δυσλειτουργίες του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Η αύξηση των εισοδημάτων και των προσόδων, η αύξηση δηλαδή τελικά της περιουσιακής αξίας των πολιτών, είχε ως αποτέλεσμα να αμβλύνεται και το βάρος της διαφθοράς π.χ των δημόσιων υπηρεσιών. Ήταν προτιμότερο – έως και αποδεκτό - να καταβληθεί ένα τίμημα για την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών, καθώς το όφελος ήταν πολλαπλάσιο. Βεβαίως θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτός ο εφησυχασμός σε περιόδους ευμάρειας, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Η Γερμανία, οι σκανδιναβικές χώρες, η Βρετανία βίωσαν μια έντονη μεταρρυθμιστική περίοδο (πύκνωση των μεταρρυθμίσεων) ακριβώς όταν βρίσκονταν και αυτές σε συνθήκες κρίσης και αδυναμίας δημιουργίας πλούτου. Άρα κατά μία έννοια η οικονομική κρίση είναι καταλύτης αλλαγών και η αβελτηρία κατά την περίοδο της ευμάρειας δεν συνιστά αποκλειστικά ελληνική ιδιαιτερότητα.

Δυστυχώς όμως στις περισσότερες περιπτώσεις, την ίδια αυτή κρίσιμη περίοδο χρειάζεσαι πρόσθετους πόρους για να προσφέρεις κάποιες μεταβατικές περιόδους στους θιγόμενους. Και είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που δεν τους διαθέτεις, γεγονός που αυξάνει το βαθμό δυσκολίας στην υλοποίηση των αλλαγών. Άρα η ταυτόχρονη συνύπαρξη λιτότητας και μεταρρυθμίσεων εκ των πραγμάτων δεν είναι ανέφελη.

Ένα άλλο «πρόβλημα» των μεταρρυθμίσεων, ειδικά αυτών που αφορούν στη Δημόσια Διοίκηση είναι ότι το κόστος είναι άμεσο, στοχευμένο σε συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, ενώ το όφελος είναι μεσοπρόθεσμο και διαχέεται ασαφώς στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι οι θιγόμενοι έχουν και τα κίνητρα και το ενδιαφέρον να ανεβάσουν την ένταση της αντίδρασής τους, τα media να προσφέρουν τις μεγαφωνικές διαστάσεις που χρειάζονται για να ακουστούν τα «δίκαια αιτήματά τους» που τελικά κανένας χλιαρός υποστηρικτής της αλλαγής δεν θα μπορέσει να υπεραντισταθμίσει, όπως έλεγε και ο Μακιαβέλι, 500 χρόνια πριν.

Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και υπό την πίεση των δανειστών κατατέθηκε μια ευρεία λίστα με «απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις», οι οποίες έγιναν και μνημονιακές υποχρεώσεις ως μέσο πίεσης για την υλοποίησή τους. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι γενικές αρχές που αυτές οι μεταρρυθμίσεις υπηρετούν, βρίσκονταν στα οικονομικά προγράμματα των κομμάτων εξουσίας τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια και όλοι τις ευαγγελίζονταν: διεύρυνση της φορολογικής βάσης, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, αποτελεσματικό κράτος, ανταγωνιστικές και χωρίς στρεβλώσεις αγορές, κτλ.

Στην πορεία και για μια σειρά από λόγους που συνδέονται και με την πολιτική διαχείριση των σχέσεων με τους πιστωτές, αλλά και την επαναφορά στερεοτυπικών προσεγγίσεων και από τις δύο πλευρές («άσωτοι νότιοι», «δαιμονικοί βόρειοι», κτλ), η συζήτηση έγινε εξαιρετικά τεχνική και αυτονομήθηκε από τις ευρύτερες πολιτικές και το διαμορφούμενο περιβάλλον. Υιοθετήθηκε μια σειριακή προσέγγιση με λίστες προαπαιτούμενων, με προτεραιότητες μάλλον μπερδεμένες και ανισοβαρείς. Για παράδειγμα η ανάγκη ηλεκτρονικής συνταγογράφησης που συνιστά βασική τομή τόσο ως προς τον έλεγχο του κόστους και της προκλητής ζήτησης, αλλά και ως χρήσιμη καταγραφή για το σχεδιασμό φαρμακευτικής πολιτικής βρισκόταν στην ίδια λίστα των προαπαιτούμενων με τις άδειες ταξί στην Αθήνα, μπερδεύοντας την ανάγκη φορολογικού ελέγχου στις μεταβιβάσεις αδειών με τη λειτουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς.

Ταυτόχρονα τα προτεινόμενα μέτρα αγνοούσαν βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος διοίκησης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι βέβαιο ότι πολύ πιο οργανωμένα κράτη από το ελληνικό θα δυσκολεύονταν να υλοποιήσουν αυτό το εύρος των προτεινόμενων παρεμβάσεων.

Μέρος της αδύναμης μεταρρυθμιστικής επίδοσης ήταν σίγουρα η απουσία της ελληνικής ιδιοκτησίας τους (ownership). Μέχρι σήμερα, ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από την πίεση των δανειστών για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επιβάλλονται από το εξωτερικό σε μεγάλο βαθμό χωρίς τη συνεισφορά της ελληνικής πλευράς στους όρους και το περιεχόμενό τους. Αποτέλεσμα είναι να δηλητηριάζεται ο ίδιος ο στόχος των απαραίτητων για τη χώρα αλλαγών. Είναι σαφές ότι στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα υπάρχουν ιδεοληπτικές προσεγγίσεις σε πολλά ζητήματα και αστοχίες, οι οποίες όμως θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν αν εμφανίζονταν διαφορετικές με πειστικό τρόπο προσεγγίσεις από την ελληνική πλευρά.

Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει. Η ιδιοκτησία επιλεγμένων και τεκμηριωμένων παρεμβάσεων πρέπει να αγκαλιαστεί από την ελληνική κυβέρνηση ώστε να μπορέσει να προσανατολίσει όλες τις δια¬θέσιμες δυνάμεις και να ενεργοποιήσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Η κοινωνία δεν έχει πάντα το δυναμισμό να επιβάλλει συγκεκριμένες κατευθύνσεις ή να εμφανίζεται επαρκώς συναινετική σε δύσκολες και κοστοβόρες για κάποιους μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό και είναι κεντρικός ο ρόλος της εφαρμοζόμενης πολιτικής, η οποία πρέπει να αναπληρώσει τις όποιες ανεπάρκειες των κοινωνικών δυνάμεων και να προσφέρει την απαιτούμενη ηγετική ώθηση, η οποία ήταν ελλειμματική μέχρι σήμερα.

Ταυτόχρονα όμως είναι κρίσιμη η επιλογή παρεμβάσεων και η προτεραιοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχουν συγκεκριμένα πεδία που χρήζουν μεταρρύθμισης, επιμέρους στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν και πεδία που δεν γίνεται να μεταρρυθμιστούν ταυτόχρονα γιατί αναιρούν την αποτελεσματικότητα των πρώτων παρεμβάσεων.

Και είναι βέβαιο ότι αν θέλουμε να επιτύχουμε τα επόμενα χρόνια υψηλό μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3%, και να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της πολυετούς ύφεσης, θα πρέπει να προχωρήσουμε με στοχευμένες δράσεις και σχέδιο. Αλλιώς η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση ασθενικής ανάκαμψης, η οποία, εκτός όλων των άλλων, θα υποσκάψει ανεπανόρθωτα τα αποτελέσματα της πρόσφατης δημοσιονομικής προσπάθειας. Η αισθητή βελτίωση της διεθνούς αξιοπιστίας της Ελλάδας, η εξισορρόπηση των δημοσιονομικών επιδόσεων, και οι συνθήκες σαφώς μεγαλύτερης αποδοτικότητας των διαρθρωτικών πολιτικών που δημιουργούνται εντός μιας οικονομίας που βρίσκεται σε φάση σταθεροποίησης, δίνει βαθμούς ελευθερίας. Επιτρέπει τη νηφάλια προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών σε κλάδους – δραστηριότητες και μεταρρυθμίσεων στο δημόσιο τομέα που θα καταστήσουν το ελληνικό κράτος λειτουργικό, αποδοτικό και την ελληνική οικονομία ικανή να προσαρμοστεί στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Άρα είμαστε μπροστά σε μία ευκαιρία που δεν μπορούμε να την αφήσουμε να πάει χαμένη, αλλά με επεξεργασμένο, υλοποιήσιμο και προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα σχέδιο.

Άγγελος Τσακανίκας

Επίκουρος καθηγητής, Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ) ΕΜΠ, Επιστημονικός Σύμβουλος ΙΟΒΕ

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.