ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Ας σοβαρευτούν κάποιοι επιτέλους…

Και ενώ διανύουμε το πρώτο δεκαπενθήμερο της νέας κυβέρνησης του τόπου από ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητους Έλληνες, μίας κυβέρνησης με πανίσχυρη λαϊκή εντολή και με σαφές μήνυμα να αλλάξει τη μέχρι τώρα πολιτική, τα πρώτα σημάδια της ποιότητας της αντιπολίτευσης (θεσμικής και μη) είναι ήδη ορατά.

Η υστερία που συνόδευε τον πρώην κυβερνητικό σχηματισμό και είχε διαχυθεί και στα μέσα ενημέρωσης σε συνδυασμό με την ακατάσχετη καταστροφολογία που επιστρατευόταν ως προειδοποίηση για τα επερχόμενα δεινά που θα επακολουθούσαν την  καταψήφιση της μνημονιακής «ορθοδοξίας» είναι και πάλι παρόντα, ως στρατηγική αντιπολίτευσης πλέον. Με την ελπίδα της σύντομης «αριστερής παρένθεσης» να κυριεύει το νου του κόμματος του κ. Σαμαρά, το μήνυμα των πολιτών πέρασε σε ανυποληψία.

Έτσι λοιπόν κάθε κίνηση της κυβέρνησης φαντάζει ως προστάδιο επερχόμενης καταστροφής και απονενοημένο διάβημα ανευθυνότητας. Οι συνομιλίες του πρωθυπουργού με Ευρωπαίους ηγέτες προεξοφλούνται ως αποτυχημένες, η στρατηγική προτεραιότητα της αντιμετώπισης της κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης ως απερίσκεπτος λαϊκισμός. Κάθε αποκατάσταση της μνημονιακής καταστροφής ως βήμα «προς τα πίσω» και πλήγμα στη μεταρρυθμιστική πολιτική που ακολουθήθηκε. Κάθε πολιτική κίνηση μιας νέας κυβέρνησης με αξιοθαύμαστη για την ώρα κινητικότητα (για την αποτελεσματικότητα θα δείξει το μέλλον) είναι αντιμέτωπη με στείρα και μηδενιστική κριτική πριν καν διαφανεί το αποτέλεσμά της.

Αλλά, μιας και έγινε λόγος για «μεταρρυθμίσεις» νωρίτερα, έχει αξία να δούμε το περιεχόμενο που έδωσαν στο όρο οι απελθόντες και μάχονται για τη διατήρησή τους. Σε πέντε χρόνια μνημονίου οι εργασιακές σχέσεις επέστρεψαν σε μεσαιωνικό πλαίσιο, οι μισθοί δεν επαρκούν ούτε για να χαρακτηριστούν και ως «μισθοί πείνας», η ανεργία επισήμως κινείται λίγο κάτω από 30% (ανεπίσημα η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη). Το ίδιο το δικαίωμα στην απεργία θεωρήθηκε παρωχημένο και η μεταρρυθμιστική πρόταση ήταν η ουσιαστική απαγόρευσή τους. Και αυτό είναι ένα σύντομο απάνθισμα της πολιτικής που προηγήθηκε και έχουν κάποιοι το θράσος να υπερασπίζονται.

Επειδή όμως δεν έχουν οι αριθμοί τόση αξία όση η διαμορφωθείσα κατάσταση, αξίζει μια σύντομη ματιά στην ελληνική καθημερινότητα των ετών που πέρασαν. Οι δομές της δημόσιας υγείας άρχισαν να λειτουργούν με λογικές ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η πρόσβαση σε αυτές μειώθηκε, είτε λόγω της ραγδαίας αύξησης των ανέργων ή των ανασφάλιστων εργαζομένων, είτε λόγω της θέσπισης της «εισόδου» σε αυτά. Η παιδεία, το θεμέλιο της κάθε κοινωνίας, αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα ανάξιο σημασίας. Αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στο χώρο αυτό ήταν η μετατροπή του Λυκείου σε προθάλαμο του Πανεπιστημίου με την άνευ προηγουμένου εξεταστική εντατικοποίηση –κάτι που φαίνεται, ευτυχώς, να περνάει στο παρελθόν-, η εικόνα των Πανεπιστημίων να θυμίζει χωματερή, με ποντίκια να σουλατσάρουν στους διαδρόμους μαζί με τους φοιτητές, η γήρανση του καθηγητικού προσωπικού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και, για να γίνει σαφής και η νοοτροπία που επιχειρήθηκε να «περάσει» στην κοινωνία, το αίτημα των προσλήψεων στην εκπαίδευση δεν έχει να κάνει με «βόλεμα» στο δημόσιο, όπως κάποιοι θα σπεύσουν να καταδικάσουν, αλλά με τη φυσική αναγκαιότητα της αναζωογόνησης του εκπαιδευτικού κλάδου. Με τις τελευταίες προσλήψεις να χάνονται στα βάθη μιας δεκαετίας, προκύπτει η ανάγκη της γεφύρωσης του ηλικιακού χάσματος μαθητών και εκπαιδευτικών και η αξιοποίηση του νέου δυναμικού που θα έχει την ευκαιρία να μάθει από την πείρα των ενεργών και να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Η νοοτροπία δε, στην οποία έγινε αναφορά μόλις πριν, αποτελούσε βασικό στόχο της μνημονιακής πολιτικής. Συγκεκριμένα, το αυτονόητο αίτημα για εργασιακή σταθερότητα και οκτάωρο ασφαλισμένης εργασίας άνηκε στη λογική αυτή είτε ως χιμαιρική επιδίωξη είτε ως απόδειξη τεμπελιάς και αντιπαραγωγικού πνεύματος. Ο μισθός των 400 ευρώ θεωρήθηκε τουλάχιστον επαρκής, ενώ όποιος επεδίωκε το «κάτι παραπάνω»  βρήκε απέναντί του τον τοίχο του «οικονομικού ορθολογισμού» της εποχής. Η άρνηση και η αντίδραση θεωρήθηκε βόμβα στα θεμέλια της προόδου.

Ε, λοιπόν η κοινωνία έσκασε! Και απάντησε ότι «ως εδώ ήταν»! Οι υπαίτιοι κατονομάστηκαν. Και όσοι επικαλούνται τη δημοκρατία, έστω και σε επίπεδο συνθηματολογίας, οφείλουν να σεβαστούν τη λαϊκή ετυμηγορία. Και η εμμονή να ασκούν κριτική σε ό,τι γκρεμίζει τα θεμέλια του ανάλγητου κράτους το οποίο επεδίωκαν να στηθεί, ας σταματήσει, γιατί ο κόσμος αποφάσισε ότι πρέπει να σταματήσει. Γιατί, πέραν των άλλων, φανερώνει αν όχι το ήθος, τουλάχιστον τη δουλοπρέπειά τους. Τώρα που επιδιώκεται μια συμφωνία με γνώμονα τη λαϊκή εντολή και το συμφέρον του συνόλου (γιατί τέτοιο είναι η επαναφορά του βασικού μισθού και η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων μεταξύ άλλων), οι υπαίτιοι της σημερινής κατάστασης ας σιωπήσουν. Γιατί, αν έδωσαν τις μάχες που οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι έδωσαν, τότε η εικόνα τους να πανικοβάλλονται με την πρώτη άρνηση που διατυπώθηκε προς τους εκπροσώπους των δανειστών από τον  κ. Βαρουφάκη φανερώνει την έλλειψη σθένους (τουλάχιστον) κατά τις δικές του διαπραγματεύσεις.

Γι’ αυτό λοιπόν, μέχρι να τελειώσει το πρώτο στάδιο και να διαφανούν οι όροι της συμφωνίας, ας υπάρξει συστράτευση στα αυτονόητα. Ας σοβαρευτούν επιτέλους. Και ας αναλογιστούν με ποιον είναι. Και δεν εννοώ με την κυβέρνηση ή τους δανειστές. Ας αποφασίσουν αν τάσσονται υπέρ του κόσμου που υποφέρει ή με των υπαιτίων της κατάστασής του.

 

 

Ο Βασίλης Νάστος είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.