ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Αναζητώντας «προδότες» στο όνομα της Severna Makedonja

H συμφωνία για το Μακεδονικό ζήτημα είναι πλέον προ των πυλών της Ιστορίας και μένει πλέον να φανεί αν θα τις διαβεί οριστικά, ώστε ένα χρόνιο πρόβλημα να επιλυθεί και επίσημα. Είναι λογικό ένα θέμα όπως αυτό, που υπερβαίνει αξιακά και ιστορικά τα όρια της πολιτικής και της διπλωματίας, να προκαλεί προβληματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις. Οι λόγοι είναι πολλοί και χιλιοειπωμένοι, τόσο που η αναπαραγωγή τους φαντάζει άσκοπη.

Θα περίμενε κανείς, μετά από τόσα χρόνια κωλυσιεργιών –σκόπιμων ή μη- να επικρατήσει (τουλάχιστον) η σύνεση από πλευράς όλων όσοι έχουν διαχειριστεί το ζήτημα κατά καιρούς. Ειδικά από τη μερίδα των –συχνά αυτόκλητων και αυτοαναγορευμένων- διαχρονικών «υπερασπιστών των εθνικών ζητημάτων» η μετριοπάθεια είναι το ελάχιστο ζητούμενο. Ωστόσο, ακριβώς επειδή το πεδίο φαντάζει λαμπρό για κομματική εκμετάλλευση, μάλλον βαίνουμε σε μια λογική αντίθετη που, ακόμα και αν δεν εκφραστεί επίσημα, θα κοινωνηθεί ανεπίσημα προς την κατεύθυνση της αναζήτησης προδοτών. Για να υπάρχει, όμως, «προδότης», πρέπει να στοιχειοθετείται και μια –κάποια- «προδοσία».

Το «μακεδονικό» είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά σύνθετο, ιδιαιτερότητα που το καθιστά εύκολο μέσο άσκησης προπαγάνδας. Με την κατά δύναμιν συντομία και διάθεση απεικονιστική, θα ήθελα να θίξω συνοπτικά κάποιους άξονές του.

Η ιστορική σκοπιά είναι η πλέον δημοφιλής και το κύριο σημείο τριβής. Στο πλαίσιο αυτό απαραίτητη είναι και η θεώρηση της Μακεδονίας ως γεωγραφικού χώρου, ως περιοχής. Καθώς το μακεδονικό ζήτημα, με τους όρους που σήμερα συζητείται, δημιουργήθηκε από τα μέσα –ή μάλλον καλύτερα- από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, είναι ασφαλέστερο αυτή η περίοδος να αποτελέσει τη βάση πραγμάτευσης, γιατί η μακραίωνη ανασκόπησή του θολώνει εξαιρετικά το τοπίο. Είναι όμως αναπόφευκτη μια σύντομη αναφορά. Όπως ήδη έχω αναφέρει, η Μακεδονία αποτελεί κατά βάση μια γεωγραφική περιοχή, η οποία καταλαμβάνει έκταση πολύ μεγαλύτερη από την ελληνική Μακεδονία, τη «Μακεδονία του Αιγαίου». Μέρος της ευρύτερης Μακεδονίας αποτελούν η «Μακεδονία του Βαρδάρη» και η «Μακεδονία του Πιρίν». Σε αυτήν την περιοχή εδραιώθηκε η δυναστεία των Αργεαδών, επιφανέστεροι ιστορικά της οποίας ήταν ο Φίλιππος Β’ και ο Αλέξανδρος ο «Μέγας». Η αναζήτηση μακεδονικού εθνικού προσδιορισμού για την εποχή εκείνη –και για την περίοδο που ξεκινά από τη ρωμαϊκή κυριαρχία και εκτείνεται μέχρι και το διαμελισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- με βάση τα σημερινά κριτήρια αποτελεί μια τουλάχιστον επισφαλή επιδίωξη, που απορρέει από μια αβάσιμη αναχρονιστική προσέγγιση της ιστορίας, κατά την οποία το συμπέρασμα, συνήθως, προηγείται της όποιας μελέτης. Ωστόσο, γενικευτικά, οι Μακεδόνες της αρχαιότητας και της ρωμαϊκής περιόδου ανέπτυξαν πολιτισμικά χαρακτηριστικά που τους εντάσσουν στο ελληνικό πολιτισμικό συνεχές, παρότι ήταν σε διαρκή συγκρουσιακή σχέση με τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη αρχικά και τις συμπολιτείες μετέπειτα.

Καθώς, όμως, πυρήνα του προβλήματος αποτελούν τα τελευταία χονδρικά 150 χρόνια, πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψη του την ιδιαιτερότητα της περιοχής και της περιόδου. Πριν τη σταδιακή κατάρρευση της Οθ. Αυτοκρατορίας και την ανάδυση των νέων εθνών-κρατών, στην περιοχή της Μακεδονίας συνυπήρχαν υπό τουρκική διοίκηση, και για μεγάλη περίοδο αρμονικά, ποικίλες πληθυσμιακές ομάδες με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά ήταν και η διαφορετικότητα στη γλώσσα, συνθήκη η οποία γέννησε τη –λεγόμενη- μακεδονική γλώσσα, ένα κράμα γλωσσών που γεννήθηκε αρχικά, για να εξυπηρετήσει επικοινωνιακούς σκοπούς και πήρε στην πορεία διαστάσεις γλώσσας, τα «σλαβομακεδονικά». Όπως, όμως, ο Paillares τόνιζε, αυτή η γλώσσα δεν συνέβαλε στην εθνική συνείδηση, καθώς αυτή δεν έχει –πάντα- άμεση συνάρτηση με τη γλώσσα. Είναι αλήθεια ότι στη μεικτή αυτή εθνικά και πολιτισμικά περιοχή το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε, (κατά την καταμέτρηση της 14/3/1906 από την «Correspondene politique» της Βιέννης προκύπτει ότι τα Βιλαέτια Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης αριθμούσαν 634.000 Έλληνες, 385.000 Βούλγαρους και 967.000 Μουσουλμάνους, οι περισσότεροι εκ των οποίων απομακρύνθηκαν με τη Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών αργότερα, αλλά και κατά την περίοδο του Α’ Π. π.), ενώ σημαντικό μέρος της πολιτισμικής παραγωγής είχε διαχρονικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Αυτές οι διαπιστώσεις, όμως, δεν αναιρούν την ταυτόχρονη ύπαρξη και άλλων πληθυσμών στην περιοχή με διάφορα του ελληνικού στοιχεία, όπως φαίνεται και από την παρακάτω διαπίστωση: «εάν ημέρα τινά προσεκαλούντο οι μακεδονικοί πληθυσμοί να αποφανθώσιν εις ποίαν εθνότητα ανήκουν, η πλειοψηφία θα ήτο υπέρ των Ελλήνων», «Η επανάστασις της Μακεδονίας», εφημερίδα Άστυ, 1896.

Η αποδυνάμωση της Οθ. Αυτοκρατορία συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας νέας δυναμικής στην περιοχή, καθώς η αίσθηση της σταθερότητας ανατρεπόταν και αναπτύσσονταν φυγόκεντρες δυνάμεις. Δεν έχει νόημα να επικεντρωθούμε στην προπαγάνδα της εποχής, καθώς αυτή φυσικά και αναπτύχθηκε. Ωστόσο, συγκεκριμένα γεγονότα, όπως η επιδίωξη του Σομπόλσκι το 1861 για Βουλγαρική αυτοκέφαλη ορθόδοξη εκκλησία, η εξέγερση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1875-1878 που οδήγησε στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 (υπό τον Βίσμαρκ), η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Αν. Ρωμυλίας και –πολύ περισσότερο- τα γεγονότα του Ίλι Ντεν κατέστησαν φανερό ότι, πέραν της ελληνικής πληθυσμιακής ομάδας, κατοικούσαν στην περιοχή, υπόδουλες των Οθωμανών, και άλλες που θεώρησαν την οθωμανική αποδυνάμωση ως χρυσή ευκαιρία εθνεγερσίας. Είναι σίγουρο ότι αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες–μαζί και η ελληνική- σε μεγάλο βαθμό προσδιορίστηκαν και ευκαιριακά, καθώς η διαβίωσή τους στη Μακεδονία τούς απέδιδε μόνη την ταυτότητα του «Μακεδόνα», χωρίς αυτή να έχει, όμως, σαφή εθνικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, ούτε οι Οθωμανοί είχαν ποτέ υπ’ όψη τους ότι κυβερνούσαν, μεταξύ άλλων, και «Μακεδόνες,» ενώ καμία σχετική αναφορά δεν έχει και ο Θούριος του Ρήγα. Όμως, η νέα δυναμική που αναπτυσσόταν στην περιοχή άφηνε περιθώρια και για νέους εθνικούς προσδιορισμούς: «Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά κι ελληνικά, ανακατωμένα με
λέξεις τούρκικες. Όπως και στα βυζαντινά χρόνια, οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο -τις δυο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα». Το απόσπασμα από τα «Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα. Αυτή, λοιπόν, η κάπως έωλη εθνική συνείδηση έγινε η βάση της διαχείρισης του ζητήματος, με την πολιτική να σκορπά το δηλητήριό της στην περιοχή. Το ζήτημα έγινε πολυπλοκότερο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, του Τίτο και του εμφυλίου, όταν η καλλιέργεια της ιδέας της αυθύπαρκτης μακεδονικής εθνότητας έγινε πολιτικό πρόταγμα.

Καθώς το ζήτημα, όπως φαίνεται έχει –για κάποιους- και αμιγή εθνικά χαρακτηριστικά, μία ακόμα παράμετρος αποτελεί αυτή του εθνικού προσδιορισμού. Και εδώ οι, μέχρι τώρα, Σκοπιανοί και οσονούπω Βορειομακεδόνες γείτονες φαίνεται ότι πέτυχαν το σκοπό τους: έναν εθνικό χαρακτηρισμό που θα προτάσσει τη μακεδονική τους καταγωγή. Ωστόσο, η ρητή αναφορά στο νέο τους Σύνταγμα είναι σαφής και καταρρίπτει το συλλογικό μύθο, πάνω στον οποίο επιδιώχθηκε να χτιστεί η φαντασιακή τους ταυτότητα. Η Βόρεια Μακεδονία (Severna Makedonja) δεν διεκδικεί καταγωγή από τη Μακεδονία του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, καθώς αναγνωρίζει ότι αυτή η περίοδος σχετίζεται αποκλειστικά με την αρχαιοελληνική περίοδο και ιστορία. Είναι λογικό να ξενίζει η αναγραφή του εθνικού αυτού προσδιορισμού. Σε μεγάλο, όμως, βαθμό η ελληνική γραμμή άμυνας διαχρονικά οικοδομήθηκε πάνω στη λογική θέση της αναίρεσης της υποτιθέμενης καταγωγής των γειτόνων κατευθείαν από τον οίκο των Αργεαδών και της κατάρριψης του ισχυρισμού που εδράζεται σε μια υποτιθέμενη «γραμμή αίματος» που συνδέει φυλετικά διαφορετικές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας. Η θέση αυτή επιτεύχθηκε, καθώς η μακεδονική ταυτότητα των γειτόνων αποζητά, πλέον, ρίζες στο πολύ πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της περιοχής που κάποτε ανέδειξε πολύ ιδιαίτερα εθνοτικά χαρακτηριστικά.

Μία ακόμα παράμετρος είναι αυτή της πολιτικής διαχείρισης της συμφωνίας, που ακόμα είναι στα σπάργανα, και η προσαρμογή της στα δεδομένα του «σήμερα». Ξεκινάμε με μια παραδοχή: δυστυχώς, το σύνολο σχεδόν του πλανήτη αναφέρεται στη γείτονα αποκλειστικά με το όνομα «Μακεδονία», καθώς το όνομα «FYROM» και –πολύ περισσότερο- το όνομα «Σκόπια» αφορούσε, αποκλειστικά σχεδόν, σκοπιμότητες εσωτερικής, ελλαδικής κατανάλωσης. Παλιές προσπάθειες απόρριψης του όρου «Μακεδονία» ως στελέχους μιας πιθανής και επιδιωκόμενης σύνθετης –ή μη- ονομασίας της γείτονος έπεφταν πάντα στο κενό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πέσουν κάποτε στο τραπέζι ονόματα όπως «Μακεδονία (Σκόπια)» ή «Nova Makedonja», ονόματα που –μάλλον- αντανακλούν λιγότερο τις ελληνικές επιδιώξεις από το «Severna Makedonja».
Ταυτόχρονα, για να έλθουμε λίγο στο σήμερα, η πολιτική και οι αποφάσεις της είναι και ένα μέσο να μετρηθεί κανείς με το ίδιο του το ύψος, με το ήθος του. Οι μνήμες από το Βουκουρέστι και την –καλή- διαπραγμάτευση της Ντόρας Μπακογιάννη και του Κώστα Καραμανλή είναι νωπές, για να δίνουν τη δυνατότητα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που πλέον δίνει εύκολο βήμα σε φωνές που φέρνουν στο μυαλό Δελαπατρίδηδες ενός ξεχασμένου παρελθόντος, να κατακεραυνώνει τη συμφωνία. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για τον κ. Καμμένο, ο οποίος το 2008 ήταν εντός του πολιτικού χάρτη, όσο και αν μεθοδευμένα επιδιώκει να το παραλείπει. Σύμφωνοι, ο αντίλογος στη συμφωνία συντίθεται εύκολα: «παραχωρείται ο εθνικός προσδιορισμός, ενώ αναγνωρίζεται ως γλώσσα η μακεδονική (έστω και ως μέλους της οικογένειας των Νότιων Σλαβικών γλωσσών)». Ωστόσο, επειδή το ζήτημα είναι εθνικό και επειδή, κατά Σολωμό, το «εθνικό είναι το αληθές» η μακεδονική γλώσσα είναι αναγνωρισμένη ήδη από το 1977, όσο και αν οι απόπειρες σκίασης της αλήθειας από τη «μισή αλήθεια» επιδιώκουν να αποδείξουν το αντίθετο.

Τέλος, μια ακόμα παράμετρος είναι και αυτή που αφορά το φαντασιακό. Και εδώ θα μείνω κυρίως στους κατοίκους της γείτονος χώρας. Η κατάρριψη του επιχειρήματος περί καταγωγής από τον Αλέξανδρο αποτελεί μια αποκατάσταση της περί ιστορίας αντίληψης –όπως και κάθε επιχείρημα που εδράζεται σε ανοησίες περί φυλετικής καταγωγής. Οι μακεδονικές Disneyland, που με τόση κακογουστιά οικοδομήθηκαν και επικοινωνήθηκαν διεθνώς, θα αποτελέσουν παρελθόν. Και αυτό είναι κάτι θετικό. Είναι χρήσιμο κάθε κοινωνία να αποζητά την ουσία της στο «τώρα» και όχι να επαναπαύεται πάνω σε ένα μεγαλειώδες –και συχνά κίβδηλο- παρελθόν. Αυτό φυσικά ισχύει και για τις εντός συνόρων φαντασιακές εμμονές, που δρουν αποπροσανατολιστικά σήμερα. Ταυτόχρονα, η αποποίηση των αναφορών περί των «αλύτρωτων εκτός συνόρων Μακεδόνων», θέτει ένα τέρμα σε ανεδαφικές εθνικιστικές επιδιώξεις. Και καλό είναι και εδώ, εντός των συνόρων, να προσέχουμε πότε –και πόσο- χρησιμοποιούμε κάποιους όρους, όπως τον περίφημο εδώ και κάποιους μήνες «αλυτρωτισμό». Γιατί η διαρκής αναφορά μπορεί να νομιμοποιήσει ως φαντασιακή επιδίωξη ή φαντασιακό φόβο ό,τι στερείται λογικής βάσης. Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι φαντασιακές καταστάσεις επηρέασαν περισσότερο τις εξελίξεις της πραγματικότητας από τις υπαρκτές.
Κλείνοντας, και με μια διάθεση απολογίας για το μακροσκελές του κειμένου, οι αλαλαγμοί και οι πολεμικές ιαχές σε ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν τις κοινωνίες και τις εθνικές σχέσεις είναι πάντα καταστάσεις επικίνδυνες –και σίγουρα άγονες. Είναι αλήθεια, στη Μακεδονία χύθηκε αίμα, δόθηκαν αγώνες, υπήρξαν εγκλήματα, οι κομιτατζήδες ήταν δολοφόνοι και η εξαρχία τρομακτική. Ωστόσο, η διαφαινόμενη συμφωνία δεν προδίδει και δεν αναιρεί τίποτα από το παρελθόν αυτό. Θύματα υπήρχαν από όλες τις πλευρές. Και το αναφέρω αυτό χωρίς καμιά διάθεση συμψηφισμού, αλλά ενθυμούμενος τον Προυντόν, «μετά από τους δήμιους δεν γνωρίζω τίποτα πιο μισητό από τα θύματα». Δήμιοι υπήρξαν, υπήρξαν και θύματα επίσης. Καλό είναι τα θύματα κάποια στιγμή να βρουν τρόπο συνύπαρξης.
Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.