ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Για τους ποιητές της Κυψέλης

Στη Φωκίωνος Νέγρη, κάπου στη μέση της στη δεξιά μεριά ανεβαίνοντας από τη Δροσοπούλου, υπήρχε κάποτε ένα ψητοπωλείο, παραδοσιακό, όπως όλα όσα έχουμε στον νου μας, με σούβλες μεγάλες στην κουζίνα, με μικρά τετράγωνα ξύλινα τραπέζια ντυμένα με νάυλον και χάρτινα τραπεζομάντηλα. Σε αυτά κάθονταν οι Κυψελιώτες να απολαύσουν το σουβλάκι τους, να πιουν μια μπίρα παγωμένη, να πουν τα νέα τους. Σε αυτά τα τραπεζάκια, στον πλακόστρωτο πεζόδρομο, συναντούσες κάποιες φορές δυο ψαρομάλληδες χαμογελαστούς φίλους να συζητούν χαμηλόφωνα, τρώγοντας τους μεζέδες τους, πίνοντας την μπίρα τους.

Ήταν άνθρωποι τέτοιοι που θα τους φαντάζονται οι επόμενες γενιές ως πλάσματα της φαντασίας, άυλα, άχρονα. Σαν φιγούρες εξωανθρώπινες, υποστάσεις πνευματικές που στενεύονταν στη σαρκική τους υπόσταση, που επεδίωκαν να την αρνηθούν, καθώς ο κόσμος αυτός, οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του τούς έπνιγαν. Μα μόνο αυτά τους έδιναν ζωή.

Τους άκουγες να συζητούν, μα η τόση τους κομψότητα δεν επέτρεπε να στήσεις αυτί. Κάποιες σκόρπιες μόνο κουβέντες, κάποιες λίγες εικόνες. Τα υπόλοιπα θα έπρεπε να τα φανταστείς για να τα συνθέσεις, να τα συγκροτήσεις σε ένα πλήρες αποτύπωμα.

Ο κύριος έβλεπε τη σκιά του, όπως αυτή διαμορφωνόταν από το φως των προβολέων που έπεφταν πάνω του και νόθευαν αυτό του ολόγιομου φεγγαριού που στεκόταν στον ουρανό «σαν φουσκωμένο αερόστατο». Σχολίαζε πως «το φως του φεγγαριού, όσο ανέβαινε, σαν να έλιωνε και να κατρακυλούσε πάνω στο πλακόστρωτο σαν ξεθυμασμένο δάκρυ». Η γλυκιά συνοδός του, αφήνοντας το ποτήρι της απαλά στο τραπέζι, έστρεψε το βλέμμα της μία προς το φεγγάρι και μία προς τις σκιές που ξάπλωναν τεμπέλικα στο πλακόστρωτο. «Έτσι πρέπει», σαν να του απάντησε, «γονιμοποιούνται κάθε βράδυ τα φεγγάρια, δεν μπορούν να μένουν μόνα τους στον ουρανό, φέρνουν στον κόσμο εδώ έρωτες διάττοντες καθημερινά». «Έννοια σου και οι νέοι σίγουρα σε καμιά γκομενίτσα έχουν τον νου τους, το πολύ σε καμιά καινούργια μηχανή. Δεν το χρειάζονται το φεγγάρι οι έρωτες», της απάντησε. «Και γυρνάνε από τον έναν έρωτα στον άλλον», τού απάντησε με τη σειρά της, «πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων με ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς, αυτό κατάλαβα τότε που περπάτησα πολύ στα αισθήματα τα δικά μου και των άλλων».

Και συνέχισαν την κουβέντα τους. Μίλησαν μάλλον για τα πάντα, για τον έρωτα, τη στέρηση, τη συναισθηματική συντριβή. Για την Κυψέλη και τους περαστικούς, για τις καθημερινές στιγμές, τις έντονες και τις φευγαλέες. Για τη ζωή, για την απώλεια, «τους λυγμούς και τα αναφιλητά, όταν δεν έχεις άνθρωπο, γυναίκα στη ζωή σου», για τον θάνατο.

Τέτοιες βαριές κουβέντες, τόση φιλοσοφία σε μια ψησταριά, σε ένα σουβλατζίδικο, αναρωτιόταν ο κόσμος. Να γεννάει η μπίρα η φτηνή, το σουβλάκι και η πίτα τόση έμπνευση; Μα η σοφία εκεί βρίσκεται, όχι στα μεγάλα σαλόνια, με τους αστακούς και τις ακριβές σαμπάνιες. Εκεί συνήθως κατοικοεδρεύει η μεγαλοστομία και η έπαρση. Η πιο γνήσια και απλή σοφία πηγάζει από την ειλικρινή, την ανόθευτη λαϊκότητα, τις στιγμές εκείνες που η ψυχή ηρεμεί και ο νους αποζητά να ερμηνεύσει τον κόσμο αυτόν δημιουργικά παρέα με «μια μπουκάλα κρασί, ένα πιάτο παστές σαρδέλες και ελιές». Αλίμονο στα άπειρα τα λόγια, τις χιλιάδες σοφίες που ειπώθηκαν από σοφούς που δεν γνώριζαν το μεγαλείο τους. Αλίμονο σε ό,τι δεν καταγράφηκε ποτέ και καταδικάστηκε στα βάραθρα της λήθης.

Και περνούσε η ώρα και βάραινε ο νους τους. Σώθηκε η μπίρα και έκαναν να σηκωθούν. Ο ψαρομάλλης κύριος έβγαλε κάτι να γράψει, μικρό και σύντομο. «Ένας μυστήριος αέρας τότε σηκώθηκε και απείλησε να πάρει ένα χαρτί» που κρατούσε στα χέρια. Πρόλαβε, το κράτησε, το άφησε μαζί με την πληρωμή στον σερβιτόρο. «Έφυγαν παραπατώντας, ενώ σκιές τριγύρω στριφογύριζαν». Τι δύναμη έχει το ολόγιομο φεγγάρι.

Χαιρετήθηκαν! «Ό,τι είχαμε να πούμε για τα φθινόπωρα, τις μνήμες, τις υδρορροές των ερώτων, την αλληλοκτονία των ωρών, τους ανθρώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν το είπαμε», του είπε η ψαρομάλλα κυρία. «Είδες, τι γρήγορα που τελειώνουν όλα», της απάντησε με ένα σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη, κάπως μελαγχολικό και την ρώτησε αν λυπάται που πάλι νύχτωσε και έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους. «Όχι, δεν είμαι λυπημένη», του απάντησε, «σε σωστή ώρα νυχτώνει». Ο καθένας πήρε τον δρόμο του.

Δεν έμαθε ποτέ κανείς αν ξαναβρέθηκαν μετά τη νύχτα εκείνη. Το ψητοπωλείο έκλεισε και οι δυο ψαρομάλλικες ευγενικές φιγούρες αλλάξαν, πλέον, στέκια. Και η Κυψέλη τούς έχασε. Μα δεν είναι να λυπάσαι. Δεν χάνονται οι ποιητές, σίγουρα κάπου στέκουν και δροσίζονται από το δάκρυ μας, φωτίζονται από το χαμόγελό μας. Και εμείς κάπου-κάπου, στο βάθος του μυαλού μας, στο ξεφύλλισμα ενός βιβλίου αποζητούμε πού και πού τον λόγο τους. Φτάνει αυτό για να ονομαστεί αιωνιότητα.

__________
Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.