ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Κλασσικά Εικονογραφημένα

Αν τριγυρίσεις στους έρημους  δρόμους θα τους δεις δυο, δυο  να κόβουν βόλτες με τ' ακουστικά στα αυτιά και τα χέρια στο κινητό. Έχω δει να μεγαλώνουν παιδιά μπροστά στα μάτια μου αλλά πάντα μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω εκείνη την περίοδο που το χαριτωμένο παιδάκι μεταμορφώνεται σε έναν ανήσυχο έφηβο."Ποιος είναι αυτός ο "ξένος" στην κουζίνα μου", αναρωτιέται η ξαδέλφη Τζέιν που ζει στη Βοστώνη. Την εφηβεία την έχω συνδέσει με δυνατές μουσικές με κινήματα, φεμινισμό, φίλες κολλητές, ταινίες, πάρτι, οι πρώτες συναυλίες, οι εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη στο ραδιόφωνο. Προσηλωμένοι σε ένα σύμπαν όπου δεν υπήρχε  η κακοφωνία της καθημερινότητας και το άγχος της επιβίωσης προσπαθούσαμε να βρούμε τον εαυτό μας ανάμεσα σε συλλογικότητες και υπαρξιακές κρίσεις. Είχα φτάσει έξω από το σούπερ μάρκετ και ήμουν έτοιμη να κάνω μεταβολή γιατί η ουρά έφτανε στο γειτονικό δήμο, όταν άκουσα την ταραγμένη φωνή  της Σοφίας που "το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της". Ο έφηβος γιος της είχε πάει σε μπαράκι με live και κάποιοι βγήκαν θετικοί στον covid-19. Πόσα να αντέξει κανείς στην εποχή της πανδημίας; Στο μετερίζι με το ντετόλ στο χέρι και την υστερία στο βλέμμα. "Ήμασταν μια παρέα", φώναζε ο μικρός στη μάνα του που τον κοίταζε από μακριά,σαν να κάτι το αηδιαστικό. "Αχ,ρε, μάνα, καλύτερα που είσαι στον κόσμο σου". Πώς να εξηγήσεις ότι ότι ο χρόνος τρέχει σε ευθεία γραμμή. Κοίτα πώς τον μεγάλωσες;

Τι λάθος κάναμε με αυτά τα παιδιά, σκεφτόταν η Σοφία  που δεν άφησε συγκέντρωση και διαδήλωση που να μη δώσει το παρόν. Η μάνα της ήταν στη γενιά του πολυτεχνείου και η γιαγιά της στην Αντίσταση. Οι πολιτικοικονομικές συνθήκες διαμορφώνουν χαρακτήρες και συνειδήσεις. Η Ιστορία σε φέρνει μπροστά σε νέες εμπειρίες. Παρατηρούσα τους έφηβους, οι μόνοι που δεν ήταν βουβοί μέσα στην κατήφεια. Χωρίς να κοιτάζει ο ένας τον άλλο, με το βλέμμα στο κινητό αντάλλασσαν κοφτές κουβέντες που τους έλειπε το ρήμα, ο συνδετικός κρίκος. Η δικιά τους ψυχοθεραπεία δεν περνάει μέσα από μαγειρέματα και ανταλλαγές μηνυμάτων με σέλφι. "Τα λαχανικά και τα φρούτα πλένονται ένα, ένα πριν τα βάλεις στο ψυγείο. Τα καριοφίλια σας ασίκηδες! Τα γιαταγάνια Γιουρούσι!", φωνάζει ο παππούς από το ισόγειο. "Τρέχει ο έφηβος να τον βοηθήσει. Μέσα του σκέφτεται ότι ο παππούς είναι ο μόνος λογικός σε όλη την  πολυκατοικία". "Ανοίξτε όλοι το πουγκί σας να πάρουμε την κορβέτα. Τέρμα οι κιότηδες!". Στο σαλόνι πάνω από τον μπουφέ ήταν κρεμασμένο το κάδρο με την κορβέτα. "Ρεσάλτο, ρε!", αυτός φταίει που ένιωσε την ανάγκη να τη δει έστω για λίγα λεπτά. Κόβει ένα κομμάτι χαρτί, τόσο δα, και γράφει με μπογιά το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες. Εκείνη θα καταλάβει. Το μενταγιόν κρεμόταν στο λαιμό της. Τα φώτα της πόλης τρεμόσβηναν. Σε ένα μήνα θα γιόρταζαν την πρωτοχρονιά του χίλια εννιακόσια εβδομήντα. Είχε γεννηθεί πέντε χρόνια μετά τον πόλεμο. Στο κατώφλι της εφηβείας μετανάστευσαν στην Γερμανία. Ούτε εκεί τα βρήκε ρόδινα. Όλη τη μέρα έβρεχε και μόνο σχολείο σπίτι. Της έλειπε η αλάνα, ο δρόμος, η πλατεία με τα σουβλάκια και το παγωτό στο γωνιακό ζαχαροπλαστείο. Η πρώτη ιδιοκτήτρια η Δήμητρα είχε γεννηθεί στην Πάτρα, σε ένα σπίτι μεσοαστικό, ο πατέρας της είχε γεννηθεί στους Βαλκανικούς πολέμους. Στην  Κατοχή και στον Εμφύλιο, η οικογένεια κατάφερε να επιβιώσει μετακομίζοντας στο χωριό  με το μύλο και τα κτήματα. Στο κατώφλι της εφηβείας στα τέλη της δεκαετίας του '50 μετακόμισαν στην πόλη. Ο πατέρας της είχε βρει δουλειά σε μεγάλο νοσοκομείο και η μάνα της φρόντιζε παιδιά που είχαν μείνει ορφανά στην Κατοχή. Με το που πάτησε το πόδι της στο νέο διαμέρισμα ήταν σαν να έγινε κάποια άλλη. Είχε δικό της δωμάτιο. Έβγαινε στο μπαλκόνι και έβλεπε τα αυτοκίνητα να τρέχουν με ταχύτητα. Το πορτατίφ  δίπλα στο κρεβάτι έριχνε ένα στρογγυλό περίγραμμα στον τοίχο. Θα έβαζε την αφίσα με την ηθοποιό που είχε κολλημένα τα μαλλιά στο πλάι. Αχ, αυτοί οι έφηβοι που ονειροπερπατούν ακόμα και μέσα στην πανδημία. Σε εκείνο το κομοδίνο είχε φυλάξει τα "Κλασσικά Εικονογραφημένα". Την ώρα που τα φώτα της πόλης έκλειναν, στο μισοσκόταδο του πορτατίφ μακριά από την θλιβερή καθημερινότητα ονειρευόταν διαδρομές. Σαν μια αναμνηστική φωτογραφία μέσα στο χρόνο. Εκεί, σε κάποιο μισοφωτισμένο δωμάτιο, σε κάποιο μπαλκόνι αντιλαμβάνεται ότι η ζωή φεύγει μπροστά. Τίποτα δεν πάει χαμένο αλλά και τίποτα δεν μπορεί να επαναληφθεί με την ίδια ένταση.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.