ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Άνθρωποι και μιζεράνθρωποι

Είναι εντυπωσιακό πόσο λίγα αρκούν στον άνθρωπο για να χαμογελάσει. Μια εικόνα, μια στιγμή, μια σκέψη, μια στιγμιαία αλληλεπίδραση, μια αυθόρμητη κίνηση, μια κουβέντα αρκούν για να προκαλέσουν μια, φευγαλέα έστω, αίσθηση ευδαιμονίας, μια στιγμή ανερμήνευτης ευτυχίας.

Πριν δυο χρόνια δεν είχα αντιληφθεί ποτέ, δεν είχε χρειαστεί άλλωστε, πόσο σημαντικό είναι να βλέπεις το πρόσωπο των ανθρώπων στον δρόμο, να πέφτει το βλέμμα σου πάνω στον άγνωστο. Το θεωρούσα κάτι δεδομένο, κάτι φυσικό. Συχνά μάλιστα περπατούσα, φροντίζοντας το βλέμμα μου να μην πέσει πάνω στον τυχαίο διαβάτη, κάτι σαν μια άσκηση διακριτικότητας. Όχι πια. Τώρα, το ομολογώ, επιδιώκω να βλέπω όποτε μπορώ τα πρόσωπα των διαβατών, τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά, την έκφραση των προσώπων τους. Με ελκύει το χαμόγελο της κάθε άγνωστης περαστικής και του κάθε τυχαία διερχόμενου από το πλάι μου. Φοβάμαι ότι κάποιες φορές έχω υποπέσει στην αδιακρισία. Το φοβάμαι, αλλά δεν ντρέπομαι. Μου είχε λείψει να βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ενάμιση χρόνο βυθισμένοι στην καραντίνα και την (αυτο)απομόνωση χάσαμε πολλά, αλλά κυρίως χάσαμε την εξοικείωσή μας με τη φυσική παρουσία των συνανθρώπων μας. Και μέσα από τη σταδιακή επάνοδό μας στην κοινωνική ομαλότητα μπορούμε και εξερχόμαστε από το γκρίζο των ημερών που πέρασαν.

Δεν τρέφω αυταπάτες. Γνωρίζω ότι ο κορονοϊός δεν ανήκει στο παρελθόν. Τα εμβόλια είναι το πρώτο μεγάλο χτύπημα που επιτύχαμε, ωστόσο χρειαζόμαστε και άλλες νίκες. Γνωρίζω ότι τον χειμώνα ίσως χρειαστεί η ανθρώπινη επαφή και πάλι να περιοριστεί -ελπίζω όχι τόσο σκληρά όσο τα προηγούμενα δύο χρόνια- και ότι η μάσκα θα καλύψει και πάλι τα πρόσωπά μας σε βαθμό μεγαλύτερο από τον τωρινό. Ωστόσο, ελπίζω. Ήταν μια λέξη που κάποια στιγμή το περιεχόμενό της φάνταζε να πηγάζει από τις διηγήσεις του παρελθόντος. Όχι πια.

Το μεγαλύτερο κέρδος της τελευταίας διετίας ήταν η δυνατότητά μας να διακρίνουμε αυτούς που βολεύτηκαν στη μιζέρια της, που -ακόμα χειρότερα- επένδυσαν σε αυτήν. Αυτούς που δεν φοβούνται το γκρίζο που μας περιβάλλει, αλλά το βλέπουν ως μια βολική φενάκη των επιδιώξεων ή της αδράνειάς τους. Σαν να είναι σαπρόφυτα, τρέφονται από τη μιζέρια, τον φόβο, την ανασφάλεια, τη δυστυχία. Δεν είναι λίγοι, δυστυχώς. Είναι κάποιοι που αρέσκονται να τεντώνουν τον δείκτη του χεριού τους, να δείχνουν τους άλλους, τους «αδιάφορους», τους «ανώριμους», τους «υπεύθυνους», που αποζητούν να ρίξουν τους «υπαίτιους» στην πυρά, να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίσθημα για απόδοση ευθυνών. Είναι αυτοί που θεωρούν ότι πάντα φταίνε «οι άλλοι», οι όποιοι άλλοι. Αλλά είναι και οι ίδιοι που στην πρώτη ευκαιρία, όταν τα φώτα δεν είναι στραμμένα πάνω τους, θα αδιαφορήσουν για το περίφημο «κοινό καλό» και την «κοινή λογική». Αλαζόνες, έτοιμοι να δικάσουν αλλά και έτοιμοι να κάνουν επίδειξη της ανωτερότητάς που θεωρούν ότι τους διακρίνει. Μίζεροι κριτές, αυτοεξαιρούμενοι από το κοινωνικό σύνολο.

Ο φόβος ήταν -και παραμένει- το πιο ισχυρό συναίσθημα της περιόδου που διανύσαμε και εξακολουθούμε να διανύουμε. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που προσπάθησαν να βγουν στον αφρό εκμεταλλευόμενοι το συναίσθημα αυτό και προσφέροντας εύκολες και απλές απαντήσεις. Ήταν αυτοί που στην αρχή δεν πίστευαν στον ιό: ο ιός ήταν ένα ψέμα, ήταν μια κοροϊδία να μας κλείσουν στα σπίτια μας. Στην πορεία, επειδή ο ιός αποτελούσε μια αυταπόδεικτη κοινωνική πραγματικότητα, ανασκεύασαν το τροπάριο. «Ιός υπάρχει, αλλά δεν είναι τόσο επικίνδυνος, όσο λένε». Τώρα κάνουν νέα «καριέρα» ως αρνητές των εμβολίων, επενδύοντας και πάλι στον εύλογο φόβο του κόσμου. Ωστόσο, αν ερωτηθούν για το ποια εναλλακτική βλέπουν στο αδιέξοδο που διανύουμε, εκεί δεν αισθάνονται την ανάγκη να απαντήσουν. Θέλω εδώ να είμαι σαφής: δεν αναφέρομαι σε όσους φοβούνται το εμβόλιο ή διατηρούν επιστημονικής φύσης επιφυλάξεις, οι οποίες και αυτές πλέον κάμπτονται. Αναφέρομαι σε όσους επενδύουν στην τρομολαγνεία και στη διασπορά της ψευδολογίας γύρω από το εμβόλιο και την αναγκαιότητά του, στους επιστημολογούντες κομπογιαννίτες που περιμένουν τη βουή και την αντάρα να ακουστούν.

Τρομακτικό είναι και το πολιτικό κεφάλαιο που επενδύθηκε είτε στη θριαμβολογία είτε στη στείρα αντιπολίτευση κατά την περίοδο της πανδημίας. Μια πομπώδης περιαυτολογία «για την Ελλαδίτσα που τα καταφέρνει περίφημα» και τους «Υπουργούς που δεν θα πάνε διακοπές» που προσέκρουε συχνά στις κενολογίες έμμεσης αμφισβήτησης ακόμα και της αξίας του εμβολιασμού, στην έμμεση καταγγελία περί «ξεστοκαρίσματος». Μίζερες τακτικές επιδίωξης του εφήμερου κέρδους και οι δύο. Μίζερη επίσης και η στάση κάποιων, ελάχιστων ευτυχώς, να ονειρεύονται νέα lockdowns, νέες αναστολές εργασίας, αδυνατώντας να σκεφτούν την κοινωνική καταστροφή που όλα αυτά συνεπάγονται.

Υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις: μια ματαιόδοξη ή κενόδοξη εγωπάθεια και μια αμηχανία στη διαχείριση της επιστροφής στην κοινωνική ομαλότητα. Και μια κοινή συνισταμένη: καμιά τέτοια στάση και συμπεριφορά δεν μπορεί να προξενήσει το χαμόγελο στον δέκτη της. Κανείς δεν μπορεί να χαμογελάσει όταν στοχοποείται ως ανεύθυνος, όταν ακουεί τρομολαγνικές ψευδοεπιστημονικές αναλύσεις, όταν βλέπει τη ζωή του να γίνεται όχημα πολιτικής προπαγάνδας, όταν ακούει κόσμο να ονειρεύεται έμμεσα την καταστροφή μας.

Είναι, όμως, η πλειονότητα της κοινωνίας αυτή που θα χαράξει τον δρόμο και πάλι. Αυτή που αισθάνθηκε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της και πάλεψε να την επαναφέρει, αυτή που φοβήθηκε αυτό το ξαφνικό γκρίζο περίβλημα που τύλιξε τις ζωές μας και έδωσε -και συνεχίζει να δίνει, από το κάθε πιθανό πόστο- τη δική του, αθόρυβη συχνά, μάχη ενάντια στον φόβο, τον παραλογισμό, τη μελαγχολία. Και, περπατώντας στον δρόμο, είναι εύκολο να τους διακρίνεις, αν κοιτάξεις τα πρόσωπά τους: είναι αυτοί που αδημονούν να χαμογελάσουν και πάλι.

 

* Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Σκιαμαχία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν»

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.