ΕΛΛΑΔΑ

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Ονομαστικές γιορτές: Φτώχεια, γλέντια και… πονηρές απαγορεύσεις!

Είμαστε ήδη στο κατώφλι του χειμώνα. Μαζί με την ήπια μελαγχολία λόγω της αλλαγής του καιρού, υπάρχει και μια ευχάριστη πινελιά… Απ’ τ’ Αϊ-Δημητριού κι ύστερα, είναι πάρα πολλές οι γιορτές, όχι μόνο μέχρι το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, αλλά και μετά. Μέχρι τη γιορτή της Υπαπαντής (2 Φεβρ.), όπως πίστευαν οι παλιοί. «Τ’ς Παπαντή, μαζώνει τ’ς γιορτές με τ’ αντί (ενν. το εξάρτημα του αργαλειού)», δηλ. η γιορτή αυτή κατακλείει μια μεγάλη περίοδο.

Ευκαιρία για ένα ακόμη ταξίδι πίσω στον χωροχρόνο…

Τα υψώματα, ένα ευλογημένο έθιμο


Είναι δυνατόν το βρασμένο στάρι που ευλογείται στην Εκκλησία να συνδέεται με κάποια χαρά; Προφανώς οι περισσότεροι γνωρίζετε μόνο τα κόλλυβα των μνημοσύνων. Εμείς όμως είχαμε το… ύψωμα για τα γιορτάσια! Η συνομιλήτριά μου θυμάται πώς το έφτιαχναν:

«Οι γ’ναίκες, όχι, δεν έκαναν γιορτάσια (δεν γιόρταζαν την ονομαστική τους γιορτή). Μαναχά για τ’ς άντρες κι τα παιδιά τα σερ’κά (τα αρσενικά, τα αγόρια), ας ήταν κι κούτσικα. Ούτε τ’ς κοπέλες έκαναν γιορτάσια. Εγώ με τ’ς αδερφές μ’ δε γιόρτασαμαν ποτέ τ’ όνομά μας. Γιορτάσια έκαναμαν για το μακαρίτη τον πατέρα μ’ κι το μακαρίτη τον αδερφό μ’, Χ’στού κι Αϊ-Βασιλειού (Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά).

Έφκιαναμαν ύψωμα... Έβραζαμαν σιτάρι, το στράγγαγαμαν, έβαναμαν καθάριο ψωμί κοσκιν’σμένο αποπάνω. Πού να ηύρισκες τότε φρυγανιά… Μέσα έβαναμαν λίγο ζάχαρη, λίγο σταφίδα. Αυτά, τίποτ’ άλλο.

Τ’ μέρα που ‘ταν το γιορτάσιο, σηκώνομασταν το πρωί, έφκιαναμαν το δίσκο με το ύψωμα, το κένταγαμαν (διακοσμούσαμε) μ’ ό,τι ήξερε η καθεμία, κλάρες (κλαδιά), τριαντάφ’λλα… κι το πάαιναμαν στ’ν εκκλησιά. Πάαιναμαν κι λειτουργιά φκιαστή (χειροποίητη), να βγάλει ο παπάς τ’ν ύψωση (ενν. το προκαθορισμένο κεντρικό τμήμα σε σχήμα σταυρού).

Για τ’ν κοινωνιά (θεία κοινωνία) έφκιαναν βακούφικη λειτουργιά, για το βακούφι (για την ενορία). Τ’ν έφκιανε η γ’ναίκα τ’ επίτροπου.

Ο παπάς ύψωνε το όνομα (δηλ. διάβαζε ειδική για τον εορταζόμενο). Το ύψωμα (ενν. τον δίσκο με το διακοσμημένο σιτάρι) το σήκωναμαν εμείς στα χέρια, το κράταγαν κι άλλες γ’ναίκες μαζί, και διάβαζε ο παπάς τα γράμματα (ενν. ειδική ευχή). Αυτό το ύψωμα είχε κι ένα κερί αναμμένο κι το ‘σβ’γε (έσβηγε: έσβηνε) ο παπάς με το κρασί. Κι έρ’χνε κρασί και στ’ν ύψωση και στο σιτάρι.

Αφού ήταν διαβασμένο (ευλογημένο) το σιτάρι, το μέραζαμαν στον κόσμο, όξω απ’ τ’ν εκκλησιά για τα χρονσπολλίσματα».

«Αυτή η γυρίστρα… σηκώνει υψώματα!»


Αλλά τα υψώματα μπορεί να διαβάζονταν και στο σπίτι του εορτάζοντος. Μαρτυρία από Καπέσοβο Ιωαννίνων:

«Οι σερ’κοί (αρσενικοί) γιόρταζαν, όχι οι γ’ναίκες! Ο παπάς ήξερε ποιος γιορτάζει σε κάθε χωριό, να σηκώσει το ύψωμα.

Η ν’κοκυρά έβραζε το σιτάρι, το στράγγιζε, για να μην ξεράσει νερό και χαλάσει η ζάχαρη με τα στολίδια. Έρχ’νε και λίγο ψωμί στουμπαν’σμένο (κοπανισμένο) για να τραβήσει τ’ νότια (νό-τια, η: υγρασία), για να κάτσει όμορφα η ζάχαρη. Κι απ’ απάνου έφκιαναν ένα μεγάλο σταυρό με κανέλα κι σταφίδες.

Μόλις σκόλαγε η εκκλησία, έρχονταν ο παπάς, να σηκώσει το ύψωμα. Το σιτάρι το ‘βαζαν σε μια καλή λίμπα, γυάλινη άμα είχαν, απ’ το καλό το σερβίτσιο π’ του ‘φερναν οι ξενιτεμένοι απ’ τ’ Ρουμανία.

Σ’ ένα δίσκο ψ’λά στο τραπέζι είχαν τ’ λίμπα με το σιτάρι, μία λειτουργία και μια κούπα κρασί, απ’ το καλό το κρασί για το ύψωμα. Άναβαν κι μία λαμπάδα στο σιτάρι κι είχαν και καντήλι αναμμένο. Το καντήλι έκαιγε νύχτα-μέρα. Είχαν και θυμιατό αναμμένο με το θυμιάμα μέσα, μοσκομύρ’ζε αυτό.

Μέχρι να ‘ρθει ο παπάς, το δίσκο τον είχαν σκεπασμένο με μία καλή πετσέτα κεντ’μένη.

Έρχονταν ο παπάς, όλοι ορθοί γύρω γύρω απ’ τον παπά. Διάβαζε το ύψωμα (δηλ. το σιτάρι) και το σήκωνε. Κι έκοβε και ένα κομμάτι λειτουργιά, τ’ βούταγε στο κρασί, για να πει τα γράμματα (ενν. ειδική ευχή), “τον σίτον, τον οίνον…”.

Μιας θυμιάτ’ζε ο παπάς κι μέραζε η ν’κοκυρά το σιτάρι με το χ’λιάρι (χουλιάρι: κουτάλι). Έβανε από 2-3 χ’λιαριές στον καθένα. Ουου! Κι το τρώγαμαν εμείς… Αυτό ήταν το ύψωμα.

Αλλά άμα ήταν καμία γ’ναίκα π’ γύρ’ζε από πόρτα σε πόρτα, πορτοθύρες τ’ς έλεγαν αυτές τ’ς γ’ναίκες… Έλεγαν “Αυτή η γυρίστρα πού να σηκώνει τώρα υψώματα…”. Ή άμα κάθονταν πολύ κάνας μ’σαφίρ’ς κι δεν έλεγε να φύβγει, λέγαμαν εμείς “Α, τώρα αυτός ήρθε να σηκώσει το ύψωμα!” Γιατί τότε ο κόσμος δεν είχε πολλή όρεξη για κ’βέντες άμα δεν ήταν βράδυ. Είχαν δ’λειές όλη τ’ μέρα! Φωτιά! Δεν άδειαζες (ευκαιρούσες) να πάρ’ς ανάσα… Οι γονέοι δεν άδειαζαν να χαϊδέψουν τα παιδιά τ’ς! “Αδειάζεις κι παίζεις ομάδες (παιδικό παιγνίδι, λέγεται και αμάδες)”, έλεγαν άμα ήταν κάνα χασομέρ’ς.

Άμα ήταν καμία γλωσσού κι κουτσομπόλα, αυτή ήθελε κόσμο για να κουτσομπολεύει. Οι ν’κοκυρές δεν τ’ς ήθελαν στο σπίτι αυτές τ’ς κουτσομπόλες. Έλεγε ο παππούς μ’, δάσκαλος, “Τοις γυναιξί σιγή κόσμον φέρει” (η σιωπή είναι στολίδι για τις γυναίκες). Ίσια (το ίδιο) είναι να γλέπ’ς μία γ’ναίκα να μην κρένει, ίσια μία να μη σταματάει το τσιαούλι (στόμα) τ’ς; Γλωσσοκοπάνα π’ λέμε…

Τώρα που ‘ναι όλα έτ’μα, κι εμείς δεν έχουμε άλλο απ’ το να κουτσομπολεύουμε και τι κακό να κάνουμε στον άλλον…».

 

«Σκλάβες οι γ’ναίκες τότε…»

Παλιά Γιαννιώτισσα θυμάται:

«Όταν ήταν τα γιορτάσια, έβγαζαν πρώτα για τ’ς άντρες τσίπ’ρο κι για τ’ς γ’ναίκες τα λικέρια. Τά ‘λεγαν κερασό (κεράσι) ή βυσσί (βύσσινο) ή τριαντάφ’λλο ή πικραμύγδαλο (από την ψίχα που έχει το κουκούτσι βερίκοκου – είναι το γνωστό λικέρ αμαρέτο). Από τριαντάφ’λλο, μέχρι κι από λεμονανθό! Εμείς οι γ’ναίκες τά ’φκιαναμαν τα λικέρια. Απ’ όλα τα δέντρα τ’ κήπου φκιάχναμαν λικέρια! Ανέλλιπα αυτά τα πιοτά! Τά ‘λεγαν και ροσόλια. Ή τ’ αγόραζαμαν χύμα, πάαιναμαν με τ’ μπουκάλα στο μαγαζί και μας τ’ γιόμ’ζε.

Αμέσως μετά τ’ν εκκλησιά πήγαιναν στα γιορτάσια οι γ’ναίκες, πήγαιναν πρώτες, για να γυρίσουν με τ’ν ώρα τ’ς (έγκαιρα). “Να γυρίσω με τ’ν ώρα σπίτι”, έλεγαν οι έρμες, “γιατί άμα έρθει πριν απ’ τ’ εμένα ο ν’κοκύρης (σύζυγος), θα γένει Τούρκος κι θα μ’ τα σκαπετήσει (εκσφενδονίσει) όλα απ’ το παραθύρι”! Σκλάβες οι γ’ναίκες τότε, Βασ’λάκη μ’…

Οι άντρες πάαιναν προς το μεσημέρι στα γιορτάσια, γιατί τότε η γ’ναίκα μαζί με το τσίπ’ρο κι το κρασί θα έφκιανε κι μεζέδια. Η ν’κοκυρά τ’ σπιτιού θα να ‘χε κι συκωτάκι τηγαν’τό. Αν είχε κι κοκορέτσι, ακόμα καλύτερα! Ή κάνα μπουμπάρι γιομ’στό, το στομάχι τ’ αρνιού, γιομ’στό με ρύζι κι μυρωδ’κά. Αν είχαν κάνα συκωτομπρίαμο… Έχ’ς φάει συκωτομπρίαμο εσύ; Ιιιι… Φάε κι τι να φας! Κι τ’ν άλλη μέρα… να πάθ’ς νταμπλά! Πάθαιναν νταμπλά οι Γιαννιώτες κι τ’ς έβαναν βδέλλες στο λαιμό (ενν. για αφαίμαξη)! Τι να ‘καναν; Με τόση χοληστερίνη…

Οι άντρες ήθελαν μεζέδια. “Μη φέρ’ς γλυκά, ν’κοκυρά! (δεν την προσφωνούσαν στο όνομα). Φκιάσε κάνα μεζέ για το τσίπ’ρο”. Κι κόσευε (έτρεχε) η καψον’κοκυρά να κάνει τα χατίρια απ’ τ’ς φίλους τ’ άντρα τ’ς, για να μην τ’ν πουν αν’κοκύρευτη. Άμα δεν είχε τίποτ’ άλλο, έφκιανε αυγοσαλάτα. Έβραζε αυγά, τά ‘βραζε “οβρέικα”, π’ λέγαμαν, όσο να μαυρίσει ο κρόκος, να μην είναι κίτρινα τα κρόκια. Κοίτα ζακόνια (συνήθειες) που ‘χαν… Τά ‘κοβαν στα τέσσερα τ’ αυγά, έρ’χναν μαυροπίπερο, λάδι και λεμόνι. Κι άμα ήταν καλοκαίρι, έλεγαν οι άντρες, “Βάλε κι κάνα καστραβέτσι (αγγούρι) να δροσ’στούμε”. Πάαινε το ρογκάισμα γόνα (δηλ. ρεύονταν πάρα πολύ). “Α, ρε κιαρατά, μόσκος! Μόσκος!”, έλιγαν. Χοντράδις!

Το καλοκαίρι είχαν κι ταρατόρι, σαν το τζατζίκι π’ το λέν’ τώρα, μι σκόρδο κι αγγούρι. Ουου… Έτρωγαν λίμπες από ταρατόρι!».

 

Πότε γιόρταζε η γυναίκα;


Η μόνη περίπτωση που μια γυναίκα θα γιόρταζε την ονομαστική της γιορτή ήταν… αν γιόρταζε την ίδια μέρα με τον άντρα της! Μια καλοσυνάτη συνομιλήτρια που προσεγγίζει τον ένα αιώνα ζωής αφηγείται:

«Μπήκα στα 97 μ’ χρόνια εδώ κι ένα μήνα. Έχω και μια αδερφή διπλάρ’κη (δίδυμη). Γιορτάσιο δεν έκαμα ποτέ για μένα. Αλλά… δεν έπαθα κι τίποτα π’ δεν έκαμα!

Αυτά είναι παραπανίσια έξοτα! Γιορτάσιο, γενέθλια… Γιορτή στ’ γιορτή! Όλο γιορτάδες είναι τώρα ο κόσμος! Τελεύεται (αντιμετωπίζεται, τελειώνει) αυτήνη η δ’λειά;

Τα παλιά τα χρόνια δε γιόρταζε καμίνια (καμία) γ’ναίκα. Στ’ς άντρες έκαναν γιορτή. Τι ήταν αυτοίνοι κι έκαναν γιορτή; Αλλά έτσι ήταν μαθ’μένος ο κόσμος τότε. Η γ’ναίκα έπερπε να ‘ναι αιχμάλωτη μαναχά, υπηρέτρια στον άντρα. Μην πααίν’ς παρέκεια (μην πας μακριά, μετφ. σημ.)… Η αδερφή μ’ γιόρταζε γιατί τ’ λέν’ Δέσπω, Δέσποινα, αλλά γιόρταζε τ’ν ίδια μέρα με το μακαρίτη τον άντρα τ’ς, π’ τον έλεγαν Πάνο (γιόρταζαν ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου).

Τώρα γιορτάζουν και τα γενν’σούρια, τ’ μέρα π’ γεννιόνται (ενν. γενέθλια). Παραδοδ’λειές. Αλλά έχουν λεπτά για χάλασμα. Τότε και να ‘θελαμαν να γιορτάσουμε, δεν είχαμαν λεπτά».

Η κουτσογιορτή του συζύγου


«Αχ, μωρ’ παιδάκι μ’… Τι είπες εσύ… Μην είχαν γλέντι τότε π’ γιόρταζε ο άντρας; Μια κουτσογιορτή έκαναν. Ένα γλυκό κι αν είχαν να κεράσουν... Ε, και φαΐ για τ’ς σπ’τίσιους. Τήραγαν ν’ αμπώξουν (σπρώξουν) μέρα παρά μέρα με το φαΐ, δεν ήταν για να χαλάς παραπανίσιο φαΐ.

Για γλυκό έφκιαναμαν ρεβανί στο τεψί. Καίμαν (καβουρδίζαμε) λίγο αλεύρι ροκίσιο (καλαμποκίσιο), το καίμαν με λάδι στο τ’γάνι, έβαναμαν νερό και μέλι, κι κοντά τό ‘ρ’χναμαν (ρίχναμε) στο τεψί για να το ψήσουμε, για να το κόψουμε… μεζεδάκια (μικρά κομμάτια), τό ‘βαναμαν για φρούτο αυτό το γλυκό. Τέτοια έκαναμαν. Γλυκά μπορεί να ήταν στ’ς πόλεις, αλλά πού να τα βρεις; Αλλά δεν είχαμαν και λεπτά…».

Χαλβάς, ένα γλυκό για όλες τις χαρές!

Ο χειροποίητος χαλβάς θυμάμαι ότι αποτελούσε μια παιδική λιχουδιά, η μητέρα μου αφηγείται πώς τον έφτιαχναν τα παλιά χρόνια:

«Γλυκά αγοραστά δεν ήξεραμαν τι είναι… Μαναχά κάνα λουκούμι κι κάτι βουτήματα. Άλλα γλυκά δεν ήξεραμαν.

Εδώ στα χωριά εμείς έφκιαναμαν χαλβά, μ’σό καθάριο, μ’σό ροκίσιο αλεύρι (μισό σταρένιο, μισό καλαμποκίσιο).

Τό ‘καιγαμαν (καβουρδίζαμε) στ’ν κατσαρόλα τ’ χαλκωματένια μέχρι να κοκκινίσει. Τότε π’ κόκκινιζε, είχαμαν το σιρόπι φκιασμένο, μ’σό μέλι, μ’σό ζάχαρη.

Τό ‘ρ’χναμαν μέσα στ’ν κατσαρόλα κι ανακάτευαμαν για να μην κορδομπουλιάσει (σβολιάσει).

Κοντά τό ’βαναμαν σ’ ένα τεψί χαλκωματένιο, τό ‘πλαθαμαν όμορφα, τό ‘κοβαμαν όπως κόβουμε τα καρβέλια, έβαναμαν αχπάνου απ’ το κάθε κομμάτι ένα σούμπ’ρο καρύδα (σούμπουρο: μισό καρύδι) και τό ‘ψεναμαν στ’ γάστρα, δεν είχαμαν λεχτρικές κουζίνες τότε, αφού δεν είχαμαν ρεύμα.

Τό ‘βγαναμαν απ’ τ’ γάστρα κι τότε π’ κρύωνε, τό ‘βαναμαν σ’ ένα δίσκο για να κεράμε τον κόσμο πο’ ’ρθονταν στα γιορτάσια.

Τέτοιο χαλβά έφκιαναμαν κι στ’ς γάμους. Απίθωναν (σερβίριζαν) σε κάθε τραπέζι από ‘να πιάτο τέτοιο γλυκό, ένα πιάτο τ’γανίτες κι σ’ άλλο συκοκάρυδα, τσιοπέλες (αποξηραμένα σύκα) μαζί με καρύδες. Ξαρμάθιαζαν οι ν’κοκυρές τ’ς τσιοπέλες και τ’ς απίθωναν μαζί με τ’ς καρύδες».

«Σαν η κίσσα το βελάνι…»


Ανισότητα υπήρχε ακόμη και στα γλυκά που κερνούσαν στα παιδιά και στις γυναίκες, μία από τις οποίες θυμάται…

«Όταν πάαιναν τα λιανοπαίδια (μικρά παιδιά) στα γιορτάσια, τ’ς έδωναν κάνα λουκ’μάκι. Άμα δεν είχαν τίποτα να τα κεράσουν, τ’ς έδωναν νια (μια) κ’ταλιά ζάχαρη στ’ν απαλάμη κι τ’ν έτρωγαν, αντίς για γλυκό. “Άν’ξ’ το χέρι, παιδάκι μ’, να σε κεράσω…”. Αυτό ήταν το κέρασμα για το γιορτάσιο. Τι να τα ‘καναν τα παιδάκια… Σαν κι είχαν ζάχαρη στο σπίτι τ’ς…

Αλλά δεν παραξήγαγαν τότε π’ τ’ς έδωκε ζάχαρη, έτσι ήταν όλος ο κόσμος, παιδί μ’… Άει να κέραγε κανιά γ’ναίκα ζάχαρη κάνα παιδί… Θα τ’ς τ’ν πέταγε στα μούτρα! Κι οι γονέοι τ’ παιδιού θα μολόγαγαν ολούθε… κι στ’ αυτί τ’ κουφού τ’ βασιλιά (παροιμιώδης φράση για κάτι πρωτάκουστο)!

Ε, τ’ς γ’ναίκες τ’ς κακοκέραγαν κάνα λουκούμι ή κάνα γλυκό άλλο. Εκειά τα χρόνια ήταν παιδομάνι σε κάθε χωριό, από τέσσερα κι απάνω η κάθε φαμ’λιά. Δεν είναι όπως τώρα π’ τα κόλλησαν (περιόρισαν) στα δυο, στο ένα… ή στο κα’ένα! Δεν παντρεύεται κιόλα ο κόσμος…

Α, με ρώτ’σες για τα γλυκά πο’ ’δωναν στ’ς γ’ναίκες… Αφού η κάθε γ’ναίκα είχε παιδιά κούτσικα στο σπίτι, δεν το ’τρωγε, το τύλιγε σ’ ένα χαρτί το γλυκό, για να το πάει στο σπίτι, στα παιδιά τ’ς, το ‘φερνε το γλυκό σαν… η κίσσα το βελάνι. Όπως φέρει η κίσσα τα βελάνια στ’ν τσιμπίδα (τα βελανίδια στο ράμφος), για να τα ταΐσει τα π’λάκια, έτσι ήφερνε κι η μάνα τα γλυκά απ’ τα γιορτάσια στ’ν τσέπη, για να τα δώκει στα παιδιά τ’ς. Αχ, η έρμη η μάνα…».

 

Ευκαιρία για προξενιό…


Οι ονομαστικές γιορτές λειτουργούσαν ως ένα είδος… πασαρέλας για τα ανύπαντρα κορίτσια. Κριτές ήταν οι επισκέπτες που έψαχναν για νύφη…

«Όταν είχαν γιορτάσιο σ’ ένα σπίτι, άμα ήταν κανιά κοπέλα καλή και ‘ν’ ήθελε για το παιδί του κάποιος (δηλ. να την παντρευτεί ο γιος του), έστελνε προξενήτρια, γριά, να κόβει το μάτ’ τ’ς, τάχα να πάει για τα χρονσπολλίσματα (να πει τις ευχές), αλλά να το ρίξει και το μάτι στ’ν κοπέλα. Αν είναι καλοειδέστατη (πολύ εμφανίσιμη), αν είναι ν’κοκυρά, να φ’λάει τ’ς κουβέντες (να μη λέει πολλά).

Κάθονταν η προξενήτρια στο καρέκλι (σκαμνί), γιατί δεν ήταν καρέκλες τότε. Ή απόξω στο πεζούλι αν ήταν ζέστα. Τ’ς ήφερνε τον καφέ η κοπέλα, δεν ήταν γλυκά τότε. Και στα γιορτάσια… τον καφέ είχαν για γλυκό! Προσηκώνονταν (σηκωνόταν) η προξενήτρια με το νερό, να πει τ’ς ευχές “Κι από χρόνου! Να ‘στε καλά! Να χαίρεστε τ’ όνομά σας! Κι εσύ, κοπέλα μ’, με μια καλή τύχη (ενν. να βρει καλό σύζυγο)”.

Αλλά τήραγε κιόλα. Ήταν καλός ο καφές, είχε καλό κέντ’μα στο δίσκο… Κι αφού γύρναγε στο σπίτι, πάαινε στο σπίτι αυτ’νού που ’χαν το παιδί κι τ’ς έλεγε “Είναι καλή η κοπέλα, είναι για σπίτι, για το παιδί το θ’κό σου…”.

Αλλά άμα δεν ήταν καλή η κοπέλα, έφευγε και… τήραγε και πίσω τ’ς η προξενήτρια. Κι όταν πάαινε στο σπίτι αυτ’νού που ‘χε το παιδί, τ’ν έθαφτε δέκα οργιές μες στ’ γης τ’ν κοπέλα! Έλεγε στον πατέρα τ’ παιδιού “Μακριά απ’ αυτήνη τ’ν κοπέλα! Δεν κάνει για τίποτα! Είναι ριμούντα (ανοικοκύρευτη)! Είναι κι ανάποτη! Άμα τ’ν παντρευτεί το παιδί σου, θα χαραμ’στεί”.

Άμα ήταν καλή η κοπέλα κι έλεγε καλές κ’βέντες η προξενήτρια, τ’ς έλεγε ο πατέρας τ’ παιδιού, “θα πάμε να τ’ χαλέψουμε” (ζητήσουμε, ενν. σε γάμο). Πάαιναν κοντά κι έκαναν τα συβάσματα, έτσι τά ‘λεγαν τ’ αρρεβωνίσια, γράψ’ το όπως θέλ’ς εσύ».

Χρονομαρτυρία από τα Γιάννενα, όπου εδώ ο υποψήφιος γαμπρός πήγαινε μαζί με τον πατέρα του σε μια γιορτή:

«Τα πολύ παλιά τα χρόνια, αν είχαν γιορτάσι, οι πόρτες απ’ το σπίτι έπρεπε να ’ναι αν’χτές πέρα πέρα. Τέντα πρέντα (ορθάνοιχες)! Να φαίνονται μέσα τα ν’κοκυριά τ’ σπιτιού, οι αυλές, τα πεζούλια, τα κήπια, ασπρισμένα μ’ ασβέστη τα ντενεκέδια με τα λουλούδια. Ασβέστωναν και τα τοίχια. Στα πλουσιόσπ’τα έβαφαν και τα σειράδια (τους αρμούς, τις ενώσεις των πλακών) με μπιζίρι (λαδομποδιά) μπλε ή βυσσινί.

Αν ήταν καμιά τσιούπρα στο σπίτι π’ γιόρταζε, ο μ’σαφίρ’ς έφερνε και το παιδί του (ενν. γιο) μαζί, που ’ταν τ’ς παντρειάς. “Θα να ‘ρθ’ς στ’ γιορτή μ’; Φέρε και το γιο σου να ιδωθούν τα παιδιά!”.

Κι αναθεμά αν γλέπονταν τα παιδιά! Έσκυβαν το κεφάλι κάτω, γιατί ντρέπονταν! Πίσω απ’ τον ήλιο ήταν τότε ο κόσμος (δεν είχαν ευκαιρίες κοινωνικοποίησης, ζούσαν πίσω απ’ τον άλλο κόσμο)!

‘Ηλεγε ο πατέρας:

-Μωρέ μπανταλέ (ανόητε), όταν θα να ‘ρθει η τσιούπρα να μας φέρει το κέρασμα, μη σκύψεις τα μάτια σα μ’σομπάνταλο! Να τα σηκώ’εις να τ’ράξεις (τηράξεις: κοιτάξεις)! Μην πάρουμε γ’ρούνι στο σακί!

Έρχονταν η τσιούπρα με νταμπάκι, δίσκο μεγάλο. Το γλυκό τού ’χαν σ’ ένα βάζο κρυστάλλινο και γύρα-γύρα είχαν θήκη μ’ ασημένια κ’τάλια. Και δίπλα ένα ποτήρι νερό για να βάνουν τα χ’λιάρια (χουλιάρια: κουτάλια).

Έπαιρνε ο μ’σαφίρ’ς ένα κ’τάλι καθαρό απ’ τ’ν ασημοθήκη, έπαιρνε μια κ’ταλιά γλυκό, έλεγε τ’ς ευχές και μετά το κέρασμα έβανε το κουτάλι στο ποτήρι με το καθαρό το νερό. Πού να τ’ ακουμπήσει το λερωμένο το κ’τάλι… Στο νταμπάκι με το κέντ’μα το καλό; Όχι! Να μην το λερώσουν.

Σ’ αυτό το νταμπάκι είχαν κι άλλα ποτήρια με νερό. Κι ευκιόνταν οι μ’σαφ’ραίοι:

-Εις έτη πολλά τ’ς αφεντιάς σου! Καλή προκοπή στο σπίτ’ σας!

Αυτοί π’ δεν ήξεραν, ήλεγαν: Σπολλάετη (αλλού: σπολλάτη)!

Κι ο νοικοκύρ’ς ήλεγε:

-Το όμοιον! (αντευχόταν).

Στ’ν κοπέλα ευκιόνταν “Μ’ ένα καλό τυχερό”!

Οι μεγάλοι ορμήνευαν και τα παιδιά πώς να πάρουν το γλυκό. Κάποτε, θ’μάμαι, είχε έρθει ένα παιδί π’ του ‘χε φέρει ο πατέρας τ’ για προξενιά. Κι αυτό το έρμο δε μαυρόξερε και… πήρε όλο το βάζο, αντί μια κ’ταλιά!

Αυτά γένονταν στα γλυκά τ’ κουταλιού. Το χειμώνα κέρναγαν κουραμπιέ, αυτόν τον έβγαζαν (κερνούσαν) σε πιατάκι ασημένιο και με πετσετάκι κεντ’μένο, ασπροκέντι, να δουν τι κάνει η τσιούπρα… “Όλα με τα χεράκια τ’ς τα ‘κανε η κοπέλα!”, έλεγε η μάνα.

Κι η κοπέλα δεν έπρεπε να βγάνει άχνα! Έρχονταν να σερβίρει, κέρναγε με το νταμπάκι και ματακρύβονταν. Σάμπως ήξερε και να μιλήσει… Τι να μαυροπεί… Ούτε σκολειό δεν τ’ς έστελναν τ’ς κοπέλες…».

Εν αναμονή σερβίτσιου


«Όλοι φτωχοί ήμασταν εδώ στα χωριά, δεν έτσαζε (κέρδιζε, εξασφάλιζε) φράγκο κανένας. Τα σπίτια λίγα πράματα είχαν, τα χρειαζούμενα μαναχά, δεν είχαν άλλα περίσσια.

Λίγα πιατάκια, ένα μαχαίρι και λίγα κ’ταλοπήρουνα. Χ’λιάρια είχαν και ξύλινα, τά ‘φκιαναν με το ξυλοφάι (ειδικό εργαλείο με το οποίο “έσκαβαν” το ξύλο). Πιατέλα (τα) και π’ρουνάκια λίγα κι απ’ αυτά.

Άμα είχαμαν κάνα γιορτάσιο και έρθονταν 5-6 μαζί, καρτέρ’γαμαν να φάν’ οι κανα-δυο οι πρώτοι το γλυκό, να πάρουμε τα πιατέλα, να πάμε όξω να τα πλύνουμε, να τα φέρουμε μέσα, να κεράσουμε και τ’ς αλλουνούς.

Αλλά δεν παραξήγαγε ο κόσμος τότε. Δεν είχαν ξεσυνέρια (ανταγωνισμό), να ιδούν ποιος έχει πολλά πιατέλα και ποιος δεν έχει. Όλοι ήταν φτωχοί ανθρώποι, τα ίδια είχαν όλοι στο σπίτι. Και να σ’ πω, καλύτερα ήμασταν τότε… Και τώρα π’ δε βολεί (χωράει) να βάλ’ς τίποτα; Γιόμ’σαν τα σπίτια πράματα. Κόσμος πού είναι…».

 

«Έλα και σ’ εμένα, μπάρμπα!»

Φτωχοί ήταν οι άνθρωποι, το τραγούδι όμως δεν έλειπε. Ο πατέρας μου αφηγείται:

«Ο πάππος σου, ο Γιώργο Μαλισιόβας, έπαιζε λαούτο και τραγούδαγε. Έπαιζε και στα παν’γύρια, αλλά όποτε ήταν γιορτάδες πάαινε στ’ν Άρτα μαζί με το Λαμπράκη Πρέντζα, έπαιζε κλαρίνο αυτός, ήταν καλός οργανοπαίχτ’ς (μουσικός).

Πάαιναν και μέσα στ’ν πόλη, αλλά πάαιναν και στ’ Βαλαώρα (ομώνυμος λόφος/περιοχή Άρτας). Όποιος είχε γιορτάσιο, τ’ς φώναζε και πάαιναν στο σπίτι του, για να πουν κάνα τραγούδι.

Γλυκά μάζωναν, αλλά τ’ς έδωναν και κάνα φράγκο άμα είχαν. Έλεγαν 2-3 τραγούδια στο κάθε σπίτι. Κι απ’ τον έναν πάαιναν στον άλλον… “Σύρτε (πηγαίνετε) κι εδώια παρακάτω, έχουν κι εκεί Μήτσιο, τ’ Αϊ-Δημητριού παράδειγμα, ή έχουν Βαγγέλη τ’ Αϊ-Βαγγελισμού…”.

Από κοντά απ’ τον πατέρα μ’ και το μακαρίτη το Λαμπράκη Πρέντζα πάαιναν και τα λιανοπαίδια, κούδα (μετφ. μεγάλη παρέα).

Θ’μάμαι ήθελαν κι αυτά τα παιδάκια να πάν’ οι οργανοπαίχτες στο σπίτι τ’ς, να πουν κι εκεί ένα τραγούδι…

Μολόγαγε ο πατέρας μ’… Κάποτε ήταν κάτι παιδάκια… Κι ένα απ’ αυτά είπε τ’ πατέρα μ’ “Με λέν’ κι εμένα Γληγόρη, μπάρμπα! Έλα στο σπίτι μ’!” Ήταν τ’ Αϊ-Γληγοριού…

Πάαινε μπροστά το παιδάκι σαν το σκυλάκι, από κοντά (πίσω) ο πατέρας μ’ με το Λαμπράκη Πρέντζα, πήγαν στο σπίτι τ’ παιδιού, για να πουν ένα τραγούδι κι εκεί, να χαρεί το παιδάκι…

Τ’ν έκαμα κι εγώ αυτήνη τ’ δ’λειά. Εγώ έπαιζα λαουτοκίθαρο και κλαρίνο ήταν (ενν. έπαιζε) πάλι ο Λαμπράκη Πρέντζας. Θ’μάμαι κάποτε πήγαμαν σ’ ένα σπίτι, να παίξουμε κανα-δυο τραγούδια. Τ’ Αϊ-Θανασιού, τον έλεγαν Θανάση έναν, ήταν ανάπηρος πολέμου, είχε κομμένα και τα δυο τα ποδάρια απάνω απ’ το γόνα. Είχε καροτσάκι αυτός, αλλά ήταν μερακλής. Μαζεύ’κε κόσμος στ’ν αυλή, ήρθαν όλοι οι γειτόνοι, έπιασαν το χορό και χόρευαν μέχρι τ’ απόγευμα!

Ήταν γύρα στο ’50 αυτό π’ σ’ μολογάω, μετά τον πόλεμο. Τότε ο κόσμος ήθελε να γλεντήσει, να ξεδώσει…

Σήμερα, όχι να ξεδώσει δεν έχει όρεξη ο κόσμος, αλλά δε θέλει να ιδεί κι ο ένας τον άλλον!».

 

Χόρευαν οι μάστορες μαζί με τους καλφάδες

«Στα παλιά τα Γιάννενα, όταν γιόρταζε ο ν’κοκύρ’ς, έκανε γιορτάσι μεγάλο. Άφ’ναν τ’ν πόρτα αν’χτή οι γ’ναίκες, είχαν πλυμένους κι ασβεστωμένους τ’ς οβορούς (αυλές) και κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα τα ζύγια, τα βιολιά (ενν. ορχήστρα παραδοσιακών μουσικών). Το καλοκαίρι γένονταν αυτό, πο’ ’χει καλό καιρό. Το χειμώνα, έπαιρναν (τραγουδούσαν) κάνα τραγούδι τ’ς ψάθας στ’ς οντάδες. Εδώ στα Γιάννινα είχαν πολύ αυτό το τραγούδι τ’ς τάβλας: “Μωρή φεγγαροπρόσωπη, του ήλιου θυγατέρα, που μ’ έκανες κι αρνήθηκα και μάνα και πατέρα, σύρε να πεις της μάνας σου να κάνει κι άλλη γέννα, να κάψει κι αλλωνών καρδιές πως (όπως) έκαψε κι εμένα”. Κι άλλο ένα “Νύχτα ήταν που χορεύαμαν, κανένας δε μας είδε, μας είδε το τουρκόπουλο που κυνηγάει την κόρη. Κι η κόρη από το φόβο της κι από την εντροπή της πήρε τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώντας.”. Ύστερα τ’ άλλο, το ξέρ’ς, “Δόντια πυκνά…”.

Άμα ήταν χειμώνας, δε χόρευαν, τ’ άκ’γαν τα τραγούδια και μερακλώνονταν.

Τότε π’ γιόρταζε ο ν’κοκύρης (ιδιοκτήτης επιχείρησης), αν είχε καλφάδες (βοηθούς, εκπαιδευόμενους), χόρευαν μαζί εκείνη τ’ μέρα, πλέρωνε ο ν’κοκύρ’ς, αλλά χόρευαν όλοι μαζί.

Η ν’κοκυρά έφκιανε νταβάδες (ταψί με μεγάλο βάθος), αρνί με πατάτες και συκωτομπρίαμο! Μεζεκλίκι! Κεφτέδες ανέλλιπες… Α, και χέλι στ’ν κεραμίδα (ενν. ψημένο), με δάφνη και σκόρδο!

Έτρωγαν οι καψοκαλφάδες… Το περίμεναν πώς και πώς το γιορτάσι τ’ αφεντικού, να λιγδώσει τ’ άντερό τ’ς και να πάρουν και ψίχα (λίγο) πίτα για το σπίτι… Ουου! Πείναγε ο κόσμος τότε, σε κάνα γιορτάσι και σε καμιά γιορτή έτρωγαν… κι άμα γένονταν γαμπροί!».

 

Ο καθένας χόρευε το… ονομαστικό του τραγούδι

«Άμα ήταν γιορτή μεγάλη, γένονταν παν’γύρι. Τα μεγάλα παν’γύρια ξεκίναγαν απ’ τ’ Αϊ-Γιωργιού, τ’ Αϊ-Κωνσταντίνου, των Αγίων Αποστόλων, τ’ Αϊ-Λιός, τ’ς Αγία Παρασκευή, τ’ς Παναΐα (Δεκαπενταύγουστο).

Έρθονταν ένας μπακάλης απ’ το χωριό, είχε ένα πάγκο, είχε ούζο, λουκούμια κι έφκιανε και κάνα καφέ. Και τα όργανα έπαιζαν, και χωρίς μηχανήματα οι οργανοπαίχτες.

Όταν σχόλαγε η εκκλησιά (ενν. τελείωνε η θεία λειτουργία), σε κάνα ξωκλήσι απόξω, έπ’ναν ούζο στα ορθά και γλένταγαν ο κόσμος, κουτσαπήδαγαν μέχρι να ν’χτώσουν, να μη γλέπουν να πάν’ στα σπίτια τ’ς.

Άμα σηκώνονταν μία παρέα να χορέψει κι είχε κάποιον π’ γιόρταζε, εκειός παράγγελνε το τραγούδι του... Βασίλη μ’ τα ματάκια σου, πώς τα ‘χεις μαθημένα… Γιάννη μου, το μαντήλι σου… Τούτη η γης, κυρα-Γιώργαινα, τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε… Σύρε, γκιζέρα (πήγαινε, περιπλανήσου), μωρ’ Αριστείδη μου… Γιαννούλα μου, ξημέρωσε, μη βγαίνεις στο μπαλκόνι… Κώστα μ’, τα χιόνια λιώσανε και τα πουλιά το λένε και συ Κώστα μου χάθηκες στα ξένα τόσα χρόνια... Πάμε στο λόγκο για ξύλα, μωρ’ Λένη μ’ και για χλωρό κλαρί… Διαμάντω μ’, ποιος καλέ μ’ σε φίλησε, και σου ‘κανε σημάδι και σε κοκκίνισε… Μαρία λέν’ την Παναγία, Μαρία λέν’ και σένα, μωρ’ Μαρία μου…

Άλλα απ’ αυτά χορεύονταν, άλλα ήταν τ’ς τάβλας. Αλλά ήθελε ο καθένας ν’ ακούσει το τραγούδι που ’χε τ’ όνομά του.

Τώρα ξεμίασαν (καταργήθηκαν) όλα, δεν έμ’νε ούτε πανηγύρι, ούτε τίποτα».

 

Το γραμμόφωνο του καφενείου


Νοσταλγική η αφήγηση του χρονομάρτυρα, ο οποίος θυμάται τα περασμένα, αλλά και τα συγκρίνει με τη μοναχικότητα της σημερινής εποχής, στο μοναδικό καφενείο του χωριού με τους λίγους κατοίκους:

«Όταν απόλαγε η εκκλησιά (ενν. όταν τελείωνε η θεία λειτουργία), έβγαιναμαν απόξω στο μαγαζί το βακούφ’κο (καφενείο που ανήκε στην εκκλησία). Γιορτή, ξεγιορτή, πάαινε όλο το χωριό. Κάθομασταν σε καναπέδια ξύλινα, όλοι μαζί.

Αλλά άμα είχε κάνας γιορτάσιο, κέραγε όλο το μαγαζί, όλο το χωριό. Έτσι ήταν… το έθιμα! Οι άντρες έπ’ναν καφέ, τσίπ’ρο, ούζο, μπίρα άμα ήταν κάνας μπεκρής. Οι γ’ναίκες λουκούμι… ή ένα κιλό ζάχαρη (ως κέρασμα σε φτωχές γυναίκες), έτσι για να κρατήσουμε το έθιμα.

Τότε π’ δεν είχαμαν ρεύμα στο χωριό, είχε γραμμόφωνο ο μπακάλ’ς. Έρθονταν γύρα αυτό, είχε μία πλάκα (δίσκο) και… τραγούδαγε μαναχό του! Να σ’ το τραγ’δήσω ένα π’ θ’μάμαι απ’ το γραμμόφωνο… “Γύρω στου χωριού τ’ αλώνια, πέρδικες λαλούν κι αηδόνια. Και οι όμορφες ξυπνάνε, για ελιές στον κάμπο πάνε, άλλες στ’ άλογο καβάλα κι άλλες ψιλοτραγουδάνε…”. Και πιάνομασταν και στο χορό μ’ αυτό το γραμμόφωνο. ‘Ηταν ξεσυλλόιστος (ξέγνοιαστος) ο κόσμος, δεν είχε συλλοές (προβλήματα, έγνοιες). Τώρα, μ’ αυτήνη τ’ν οργή (ενν. κορωνοϊό) φ’λάεσαι κι απ’ τον ίσκιο σου τον ίδιο! Κάθεσαι στο μαγαζί μαζωμένος να πιεις αυτόν το… ρημάδη τον καφέ και να φύβγ’ς για το κάρ’νό σου (κάρβουνο, μετφ. η εστία)».

Ένα τεψί γλυκό και μια πρατίνα!


Το ζεύγος των φίλων μετακινούμενων κτηνοτρόφων άφησε το βουνό και κατηφόρισε προς τα χειμαδιά, μαζί με τα λίγα γιδοπρόβατά τους. Σε γενικές γραμμές, καλά το βρήκαν το… χειμερινό σπίτι τους, αλλά είχαν ένα πρόβλημα: «Η ρούστρα (εκεί όπου ρούει το νερό, δηλ. η υδρορροή) ήταν βουλωμένη και δεν πάαινε μέσα στ’ στέρνα το νερό. Βούλωσε απ’ τα σωρόφ’λλα το κανάλι (λούκι). Δεν έβρεξε πολύ φέτο, αλλά θα πορευτούμε μ’ αυτήνη τ’ στέρνα… Ε, πααίνουμε και στο ρέμα και κ’βαλάμε νερό, αλλά θα ματαβρέξει, πού θα πάει, χειμώνας είναι…».

Η συζήτηση έρχεται στο θέμα μας: «Γιορτάζαμαν κι εμείς οι τζιοπαναραίοι... Η γιορτή τ’ καθεμιανού ήταν ένα τεψί γλυκό και νια (μια) πρατίνα από δυο αρνιά, από τρία, ό,τι... Μ’λιόρα (προβατίνα που γεννάει πρώτη φορά), στειροπούλα (προβατίνα 3 χρόνων). Τριτάρα, από τρία αρνιά (δηλ. έχει 3 προγόνους), ό,τι να ’ταν.

Όπου τύχαινε το γιορτάσιο τ’ καθεμιανού. Στον κάμπο ήμασταν; Εκεί θα γιόρταζαμαν; Στα β’νά, πάλι το ίδιο γένονταν.

Πάαιναν όλοι στ’ν καλύβα αυτ’νού π’ γιόρταζε κι ευκιόνταν. “Χρόνια πολλά! Κατόχρονος να γέν’ς!”. Κάθονταν διπλοπόδι, καταή, είχαν στρωσίδια, σαΐσματα, τραγότσιολα.

Κι όταν έτρωγαν τ’ αρνί έλεγαν… “Και τ’ χρόνου παχύτερο!”. Γλυκό τι έφκιαναν; Αν ήταν στον κάμπο, θα έφκιαναν ρεβανή. Αν ήταν στα β’νά, θα έφκιαναν κουραμπιέδες με βούτυρο από θ’κό μας, όχι αγοραστό.

Για πιει (ποτό) δεν ήταν και πολλά πράματα… Έπαιρναν μια νταμ’ζανούλα κρασί, έπ’ναν από ένα κρασοπότ’ρο, όχι πλειότερο, δεν ήταν για χόρταση!

Τότε πο’ ’ρθονταν στ’ς βλαχοκάλυβες, τράβαγαν (έτρωγαν) κάνα κοψίδι, έπ’ναν το κρασί τ’ς και στον πάτο (τέλος) έτρωγαν το γλυκό τ’ς και… πάαιναν καλιά τ’ς! Από ‘δώ πάν’ κι οι άλλοι! Μ’ έκαμες κι γέλασα απόψε π’ θ’μήθ’κα τα παλιά…

Ήμασταν πολλοί τζιοπαναραίοι, δέκα καλύβια, δέκα φαμ’λιές. Κι ήμασταν ούλοι μαζί, και στ’ χαρά και στ’ στενοχώρια! Ό,τι τύχαινε, θα το περάμαν (περνούσαμε) μαζί…».

 

Κάθονταν καταή σταυροπόδι

«Σε πολλά σπίτια δεν ηύρισκες ούτε μία καρέκλα! Κάθονταν όλοι καταή, σταυροπόδι. Το χειμώνα στο τζιάκι πυροκοπά (δίπλα στη φωτιά)! Αλλά και ποιος να πρωτόπιανε το τζιάκι (ενν. ποιος να καθόταν πρώτος), στο τζιάκι ήταν για τ’ς γερόντ’ς και για τ’ς μ’σαφ’ραίους! Άμα ήταν γάμος, στο τζιάκι κάθονταν ο νούνος!

Ούτε τραπέζια είχαμαν. Ένα χαμ’λό τραπέζι είχαμαν, τό ’λεγαμαν τάβλα. “Σε τούτη (την) τάβλα που ‘μαστε, σε τούτο το τραπέζι, τον άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό βλογάμε, την Παναγιά τη Δέσποινα, τους Δώδεκα Αποστόλους!” Ώς αυτού (μέχρι εκεί) ξέρω… ούτε σ’ χρειάζεται άλλο, τι το θέλ’ς…

Αφού δεν είχαμαν ούτε καρέκλα, ούτε τραπέζι, στα γιορτάσια κάθομασταν όλοι καταή! Πού θα κάθομασταν; Ορθοί; Σταυροπόδι, ωρέ! Αράδα, καταή, πλάτη με πλάτη. Έτσι κάθομασταν. Κι οι γ’ναίκες με διπλωμένα τα ποδάρια, πίσω. Και τα γόνατα μπροστά. Η γ’ναίκα δεν έπρεπε να κάθεται με τ’ χάβδα αν’χτή (με τα πόδια ανοιχτά). Είχαν ένα σεβασμό οι γ’ναίκες, η αλήθεια να λέεται. Άφ’ το (άφησέ το) το τώρα τι γένεται…

Και τα μ’κρά τα παιδιά, άμα ήταν, τα ‘βαναν χώρια. Και σε κάνα άλλο δωμάτιο άμα είχαν.

Είχαν ένα παγουράκι, στρόγγυλο, με φλύσκι απάνω, γούλη (στόμιο) πώς το λέν’… Έπ’ναν όλοι απ’ το ίδιο παγούρι! Από μια καταψιά (γουλιά)! Τό ‘παιρνε ο ένας, τό ‘δωνε στον άλλον.

Το ίδιο γένονταν και στα μνημόσυνα. Είχαν ένα κρασοπότ’ρο. Έβαναν κρασί μέσα και κέραγαν όλο τον κόσμο. Έπ’νε ο ένας, συχώραγε, έβαναν πάλι κρασί και τό ‘δωναν στον άλλον… το ίδιο το ποτήρι!

Να γένονταν αυτό τώρα;!! Α πα πα…

Αν ήξεραν τα παιδιά τα σημερ’νά τι τράβ’σαμαν, όχι εμείς (γενν. 1930), αλλά οι πιο παλιότεροι, αγίοι θα γένονταν! Ακούς εκεί… Να γλέπουν γέροντα και να μην τον καλημεράν’…».

 

Τα γιορτοπιάσματα


Μία ισχυρή απαγόρευση συνδεόταν κυρίως με τις μεγάλες εορτές. Όποιος την παραβίαζε, σύμφωνα με τις δεισιδαιμονίες των παλιών, θα τιμωρούνταν με το να αποκτήσει… γιορτόπιασμα! Τι σημαίνει αυτό; Η απάντηση από την ευγενέστατη συνομιλήτριά μου:

«Άμα κάνα παιδί ήταν παρασημειωμένο (δύσμορφο, ανάπηρο) ή ανάποτο (δύστροπο), έλεγαν ότι είναι γιορτόπιασμα, ότι οι γονέοι του… το ‘φκιασαν γιορτή και βήκε τέτοιο! Αυτό τού ’χαν και σα βρισιά! “Μωρέ γιορτόπιασμα, και (αν) σε πιάσω στα χέρια μ’…».

Άλλη ηλικιωμένη, που γνωρίζει τη λέξη, μιλάει… με περισσότερες λεπτομέρειες!

«Οι παλιακοί τα φύλαγαν αυτά (ενν. τα τηρούσαν, δηλ. τις απαγορεύσεις). Αλλά ο χρουσούζης ο άντρας μ’ έρθονταν σαν το βόιδι παραμονή τ’ς γιορτής και με μαγάρ’ζε χρονιάρες μέρες… Τον έσμπρωχνε ο Διάολος να με βάνει κι εμένα ν’ αμαρταίνω… Πάαινα κι εξομολογιόμαν κι ο δέσποτας (ενν. ο εξομολόγος) μ’ έβανε να κάνω ένα σωρό μετάνοιες…

Δεν έφτανε η αμαρτία… Να πιάκουμε και κάνα παιδί, να βγει γιορτόπιασμα! Άμα ήταν κάνα παιδί γιορτόπιασμα, θα φανερώνονταν, γιατί οι γ’ναίκες τ’ χωριού μέτραγαν πότε πιάστ’κε το κάθε παιδί (δηλ. πότε το συνέλαβε η μητέρα)! Και θα μο’ ’λεγαν “Μωρή σκύλα! Παραμονή τ’ς Παναϊάς (Δεκαπενταύγουστο) έβγαλες τα μάτια σου;”. Έτσι το ’λεγαν (ενν. τη συνεύρεση). “Κακομοίρα μ’, θα γέν’ς περιγέλιο! Τ’ς βρώμης κόσκινο και τ’ σκυλιού παλούκι (παροιμιώδης φράση)”! Το παλούκι π’ δένουμε το σκυλί, κατάλαβες; Ντιπ περιγέλιο!

Και κάνα παιδάκι άμα πιάνονταν παραμονή γιορτής ή Τετάρτη ή Παρασκευή, ήταν γιορτόπιασμα και τ’ τα φόρτωναν όλα! Έλεγαν ότι είχε βλάψιμο αυτό το παιδί, δεν ήταν βλοημένο.

Εμ, αφού κράταγαν (ενν. απείχαν από συνεύρεση) τ’ς γιορτές, Τετάρτες, Παρασκευές, Σαββάτα… καμία μέρα δεν έμνησκε (έμενε)! Θα κομποδένονταν ο χ’στιανός; Τι να έκανε; Θα… να ‘δενε (θα έδενε) κόμπο το… πράμα του;! Μετά συγχωρήσεως κιόλα… Γι’ αυτό οι άντρες… ξενοπαύτωναν, μαγάρ’ζαν το στεφάνι! Οι παστρικές δεν τα φύλαγαν αυτά, αυτές έβγαναν μεροκάματο, είχαν… μαγαζί! Τέτοια θα κοίταγαν;».

**

Τα χρόνια έχουν περάσει, τα πάντα αλλάζουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, έθιμα και συνήθειες εγκαταλείπονται διαρκώς, η χειραψία και το φιλί αποτελούν πλέον… ποινικό αδίκημα! Με το πρόσχημα και του κορωνοϊού, όχι απλώς επίσκεψη στο σπίτι του εορτάζοντος, αλλά ούτε καν τηλέφωνο δεν παίρνει ο κόσμος. Αρκεί ένα μήνυμα στο κινητό ή ένα email…

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Email: [email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

Πηγή: maxitisartas.gr

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.