ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% το 2023
Ανάπτυξη 2,2% και υποχώρηση πληθωρισμού στο 4,4% το 2023 προέβλεψε ο Γ. Στουρνάρας
Έκκληση προς τα πολιτικά κόμματα, για σύνεση και υπευθυνότητα απεύθυνε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Παρουσιάζοντας σήμερα την Ετήσια Έκθεση του, αφού αναφέρθηκε στις θετικές προοπτικές για το 2023 (αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2%, μείωση του πληθωρισμού στο 4,4%, πρωτογενές πλεόνασμα στον Προϋπολογισμό 0,7% του ΑΕΠ), αλλά και στα επιτεύγματα της οικονομίας τα τελευταία χρόνια και την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει, υποστήριξε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος.
Συνέστησε δε συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις προκειμένου να συνεχιστεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Τόνισε ακόμη ότι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας θα αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία.
«Είναι γεγονός ότι μια ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την οικονομία είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος και η διακοπή ή/και αντιστροφή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Οι μνήμες από την επώδυνη προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι ακόμη νωπές ώστε να θυμίζουν το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για τη διόρθωση των χρόνιων ανισορροπιών της οικονομίας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επομένως, δεδομένου ότι το 2023 είναι χρονιά εθνικών εκλογών, απαιτείται σύνεση και υπευθυνότητα των πολιτικών δυνάμεων, καθώς και στήριξη των εθνικών οικονομικών στόχων, ώστε να διατηρηθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο ίδιος κάνοντας μία σύντομη αναδρομή στα πεπραγμένα των τελευταίων ετών υπενθύμισε ότι καθοριστική συμβολή στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης είχε η στήριξη εκ μέρους ευρωπαϊκών θεσμικών φορέων στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Για παράδειγμα, η δυνατότητα αγοράς τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ΡΕΡΡ της ΕΚΤ και η παράταση της εξαίρεσής τους (waiver). «Παρά τις αλλεπάλληλες και πολυεπίπεδες κρίσεις των τελευταίων ετών, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο διοικητής της ΤτΕ εντόπισε σημαντικές προκλήσεις και στον τραπεζικό τομέα παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην εξυγίανση των Ισολογισμών τους. Όπως είπε, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023. Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.
Διαβεβαίωσε πάντως ότι τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών καταδεικνύουν ότι είναι σήμερα σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν, διαθέτοντας την ικανότητα να απορροφήσουν τους κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές.