ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

ΟΛΑ ΟΣΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΙΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΣΤΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΝΟΜΟ…

Το 2023 είχαμε διπλές εκλογές. Οι πρώτες, τον Μάϊο, έγιναν με το σύστημα της απλή αναλογικής και, ως ήταν αναμενόμενο, δεν έδωσαν αυτοδυναμία στη ΝΔ. Οι δεύτερες, τον Ιούνιο, έγιναν με τον νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2020 και προέβλεπαν κλιμακωτό μπόνους στο πρώτο κόμμα. Στις εκλογές η ΝΔ έλαβε 40,56% και λαμβάνοντας το σύνολο του μπόνους (50 έδρες) εξέλεξε 158 βουλευτές. Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με τον ίδιο νόμο ή μήπως με κάποιον άλλον που θα κατεβάζει το όριο της αυτοδυναμίας ενδεχομένως και κάτω από το 35%;

Τα σενάρια -υπό το φως και των δημοσκοπικών δεδομένων, που καθιστούν την αυτοδυναμία σχεδόν ανέφικτη- δίνουν και παίρνουν. Την συζήτηση πυροδότησε ο αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ ενός πλειοψηφικού συστήματος, φέρνοντας ως παράδειγμα τη Βρετανία όπου το πρώτο κόμμα, οι Εργατικοί, σχημάτισαν άνετη πλειοψηφία με μόλις το 33,6% των ψηφοφόρων. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μαρινάκης, ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών Λιβάνιος το διέψευσαν. Το ίδιο έκανε, προσφάτως σε συνέντευξή του, και ο πρωθυπουργός. Προσέθεσε όμως επτά λέξεις («εκτός κι αν το ζητήσει η αντιπολίτευση»)που αφήνουν το θέμα ανοικτό.

Και η αντιπολίτευση, και συγκεκριμένα το ΠΑΣΟΚ, το ζήτησε. Ο επί του Τύπου εκπρόσωπός του Τσουκαλάς Κωνσταντίνος είπε: «Είµαστε θετικοί στο να παίρνει το µπόνους ένας εκλογικός πολιτικός συνασπισµός αν έρθει πρώτος στις εθνικές εκλογές». Και προσέθεσε: «∆εν είµαστε υπέρ της αύξησης ορίου εισόδου στη Βουλή». Πριν τρεις μήνες το ΠΑΣΟΚ, δια στόματος Νίκου Ανδρουλάκη, είχε άλλη άποψη. «Αλλαγή του εκλογικού νόμου συνιστά ομολογία ήττας ή φόβου για ήττα από τη ΝΔ», έλεγε ο επικεφαλής της Χαριλάου Τρικούπη. Τότε, το ΠΑΣΟΚ ήταν τρίτο κόμμα, δεν είχε γίνει αξιωματική αντιπολίτευση ούτε είχε εκτοξευθεί δημοσκοπικά στην περιοχή του 17%. Και το κυριότερο ούτε και ο πλέον αισιόδοξος οπαδός του δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένας εκλογικός συνασπισμός των προοδευτικών κομμάτων θα μπορούσε να αφαιρέσει την πρωτοκαθεδρία από τη ΝΔ. Τώρα, με τη δημοσκοπική υποχώρηση της κυβερνήσεως, την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και τη ρευστοποίηση του πρώην ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ κάποιοι δεν αποκλείουν στο βάθος του εκλογικού τούνελ να υπάρξει, έστω και αμυδρό, φως για κυβερνητική αλλαγή.

Το ΠΑΣΟΚ όταν ανοίγει το θέμα του εκλογικού νόμου δεν το κάνει για τις πρώτες εκλογές, αλλά για αυτές που θα ακολουθήσουν εφόσον, όπερ και το πιθανότερο, το πρώτο κόμμα δεν έχει αυτοδυναμία. Στις εκλογές θα κατέβει μόνο του και ανάλογα με το αποτέλεσμα θα προχωρήσει σε εκλογική σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, (αφού πιθανολογείται, βασίμως, ότι τα δύο αυτά κόμματα θα έχουν ήδη συνασπιστεί) για να υπάρξει κυβερνητική αλλαγή. Αυτός είναι και ο λόγος που θέλει να αλλάξει ο εκλογικός νόμος ώστε να παίρνει το μπόνους και ο συνασπισμός κομμάτων. Δεν το κάνει επειδή είναι ήδη συνασπισμός κομμάτων με το ΚΙΔΗΣΟ, την ΕΔΕΜ και διάφορες συλλογικότητες με αναφορές στην σοσιαλδημοκρατία και την δημοκρατική αριστερά. Το κάνει για να μπορεί να κατέλθει σε εκλογικό συνασπισμό η λεγόμενη πληθυντική Κεντροαριστερά. Αν ήταν απλώς για να μπορεί να πάρει και το ΠΑΣΟΚ το μπόνους θα μπορούσε να τροποποιήσει το καταστατικό του και από συνασπισμός κομμάτων να γίνει ενιαίο κόμμα.

Ο Ανδρουλάκης μπορεί να μην τρέφει και τα καλύτερα των αισθημάτων για τον Τσίπρα σε αυτό όμως το θέμα θα μπορούσε να τον αντιγράψει. Να κάνει ότι έκανε ο Αλέξης τον Μάϊο του 2012. Όταν εν μία νυκτί (μεταξύ των δύο εκλογών Μαΐου και Ιουνίου) μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από πολυκομματικό συνασπισμό σε ενιαίο κόμμα καταργώντας τις διάφορες συνιστώσες που τον συγκροτούσαν. Ο Νίκος θα μπορούσε να ρωτήσει τον συνταγματολόγο Γιώργο Σωτηρέλη για το τι πρέπει να πράξει. Το είχε κάνει και ο Τσίπρας το 2012 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου 2012 είχε πάρει 16,79% και η ΝΔ 18,85%. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, του Ιουνίου, έβγαινε πρώτο κόμμα δεν θα μπορούσε να πάρει το μπόνους επειδή ήταν συνασπισμός κομμάτων. Τηλεφώνησε λοιπόν στον Σωτηρέλη και γελώντας του είπε «Γιώργο, μπορεί να βγούμε πρώτο κόμμα και να μην πάρουμε το μπόνους, τι πρέπει να κάνω;» Και έκανε αυτό που του είπε ο Σωτηρέλης. Άλλαξε το καταστατικό του κόμματος και ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ενιαίο κόμμα. Η αλήθεια βέβαια είναι πως αυτό εξυπηρετούσε και πολιτικά τον Τσίπρα. Αντί να είναι επικεφαλής «ατάκτων» και να διαπραγματεύεται κάθε φορά με τον Λαφαζάνη, τον Ρινάλντι και τον Νταβανέλο για το τι πρέπει να κάνει, έγινε αρχηγός κόμματος και μάλιστα κυβερνητικού.

«Αν ο Ανδρουλάκης θέλει απλώς να πάρει και το ΠΑΣΟΚ το μπόνους, εφόσον πιστεύει ότι μπορεί να έλθει πρώτο κόμμα, δεν έχει παρά να αλλάξει το καταστατικό του. Είναι τόσο απλό», μάς λέει υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος που γνωρίζει καλά τα εκλογικά πράγματα. Απλό μπορεί να είναι, δεν είναι όμως και εύκολο αφού ενδεχομένως θα ανακύψει πρόβλημα με την κρατική χρηματοδότηση και την αποπληρωμή του δανείου. Αν γίνει ενιαίο κόμμα θα πρέπει η Χαριλάου Τρικούπη το ποσό που πηγαίνει για τα άλλα κόμματα (ΚΙΔΗΣΟ, ΕΔΕΜ κ.α.) να το περιλάβει στην εξυπηρέτηση του δανείου του ΠΑΣΟΚ προς τις τράπεζες. Θα μπορούσε όμως και αυτό να ξεπεραστεί μάς λένε οι ασχολούμενοι με τις νομικο-οικονομικές λεπτομέρειες της κρατικής χρηματοδότησης και της αποπληρωμής των δανείων των κομμάτων.

Για την ιστορία, στο σημείο αυτό, να σημειώσουμε πως το 2016 ο τότε υπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Κουρουμπλής, απεδέχθη την εισήγηση συνταγματολόγων και είχε εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο την θέσπιση μπόνους στο πρώτο κόμμα εφόσον το ποσοστό του βρίσκονταν στην περιοχή του 40% και η διαφορά από το δεύτερο κόμμα ήταν μεγαλύτερη από δύο μονάδες. Η πρόταση απερρίφθη από τους ακραιφνείς θιασώτες της απλής αναλογικής με αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να διευκολύνει την έλευση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη στο γκουβέρνο. Να σημειώσουμε επίσης πως πίσω από την υπόθεση μπόνους σε συνασπισμό κομμάτων κρύβεται και κάποιο πολιτικό «παπατζιλίκι» αφού σύμφωνα με γνωμοδότηση του αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση το μπόνους το δικαιούται και ο συνασπισμός κομμάτων. Το κόμμα/συνασπισμός που θα πρωτεύσει αν προσφύγει στο εκλογοδικείο θεωρείται σίγουρο πως θα δικαιωθεί.

Κατά συνέπεια γύρω από τη φιλολογία για το μπόνους παίζονται πολιτικά παιχνίδια και ενδεχομένως αυτά γίνονται για να υπάρξουν -εφόσον για λόγους κυβερνητικής σταθερότητος χρειαστεί-κι άλλες περιμετρικές αλλαγές στον εκλογικό νόμο προκειμένου να ευνοηθούν πολιτικές συνεργασίας ανάμεσα στα κόμματα είτε της Συντηρητικής Παράταξης είτε της Προοδευτικής. Επίσης, ο εκλογικός νόμος θα μπορούσε αντί να αποτρέπει τις συμμαχίες να τις πριμοδοτεί, όπως στην Ιταλία. Η Μελόνι έλαβε εκλογικό μπόνους επειδή ο πολυκομματικός σχηματισμός με κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα, του οποίου ήταν επικεφαλής, πρώτευσε. Στη χώρα μας, λόγω και του εκλογικού νόμου αλλά πρωτίστως ένεκα της έλλειψης κουλτούρας συνεργασιών, είναι δύσκολο να υπάρξει εκλογικός συνασπισμός που να διεκδικήσει την κυβερνητική αυτοδυναμία. Όλα γίνονται μετά το άνοιγμα της κάλπης και όχι πριν. Για παράδειγμα, σκεφτείτε τι θα είχε συμβεί αν τον Ιανουάριο του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε συμμετάσχει στις εκλογές σε κοινό σχήμα με τον μετέπειτα κυβερνητικό του εταίρο, τους ΑΝΕΛ. Το πιθανότερο είναι πως ένας τέτοιος «αφύσικος πολιτικά» συνασπισμός δεν θα κέρδιζε τις εκλογές και η «πρώτη φορά αριστερά» δεν θα είχε υπάρξει.

Βέβαια, ο πρωθυπουργός εάν επρόκειτο να αλλάξει τον εκλογικό νόμο δεν θα το έκανε για το χατήρι του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ. Να μπορεί δηλαδή να παίρνει το μπόνους και ένας συνασπισμός κομμάτων, εφόσον έλθει πρώτος στις εκλογές. Εάν επρόκειτο να τον αλλάξει, λένε συνομιλητές του είτε θα έπρεπε να αυξήσει και το όριο εισόδου στη Βουλή είτε, και το πιθανότερο, να πάμε σε μια συνολική αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Να υιοθετηθεί δηλαδή το γερμανικό σύστημα. Οι 150 βουλευτές θα εκλέγονται, με πλειοψηφικό σύστημα, από μονοεδρικές περιφέρειες και οι άλλοι 150, αναλογικά, από μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, πιθανότατα 13, όσες και οι υφιστάμενες.

Η ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος έχει δύο πλεονεκτήματα για τον Μητσοτάκη, αφενός θα μπορούσε να εκληφθεί και ως θεσμική/μεταρρυθμιστική τομή και αφετέρου δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι αλλάζει το εκλογικό σύστημα με αποκλειστικό γνώμονα το κομματικό του συμφέρον. Εξάλλου, οι κυβερνητικοί παράγοντες που ασχολούνται επισταμένως με τα εκλογικά υποστηρίζουν ότι η αλλαγή του εκλογικού ορίου από το 3% στο 5% «δεν έχει νόημα». Ενδεχομένως, να είναι και βλαπτική αφού θα μπορούσε να ενισχύσει τα ευρισκόμενα στο όριο κόμματα. Η εντύπωση ότι επιχειρείται, τεχνητά, να τεθούν εκτός κοινοβουλίου θα μπορούσε να τα ενισχύσει εκλογικά. Ενδεχομένως, οι «μικροί» για να επιβιώσουν κοινοβουλευτικά θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τους μεγάλους, είναι η αλήθεια, εγωισμούς τους και να συνασπιστούν κάτι που θα αφαιρούσε ψήφους από τα μεγαλύτερα κόμματα καθιστώντας το sudoku της δεδηλωμένης και της κυβερνητικής σταθερότητας ακόμη πιο δύσκολο.

Πάντως, οι πολιτικοί αναλυτές και οι ειδήμονες στα θέματα εκλογικής συμπριφοράς διχάζονται στο ερώτημα «τι θα συμβεί αν το εκλογικό όριο ανέβει από το 3% στο 5%;». Οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως το ποσοστό της αναντιπροσώπευτης ψήφου θα είναι διψήφιο και ενδεχομένως να ξεπεράσει το 15% εάν μείνουν εκτός νυμφώνος τα κόμματα που βρίσκονται στο όριο του 3%, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Σημειώνουμε πως αυτά τα κόμματα (Πλεύση Ελευθερίας, Νίκη, Νέα Αριστερά, Σπαρτιάτες, ΜΕΡΑ25 και Φωνή Λογικής) δημοσκοπικά σήμερα αθροίζουν περίπου 17%. Εάν έμεναν εκτός κοινοβουλευτικού νυμφώνος, (επειδή το φουσκωμένο εγώ του Κασσελάκη, του Βαρουφάκη, της Ζωής Κωνσταντοπούλου και ενδεχομένως της Λατινοπούλου που βλέπει το κόμμα της να ανεβαίνει, δρα αποτρεπτικά σε συνεργασίες με όμορα κόμματα) το όριο της αυτοδυναμίας θα έπεφτε κάτω και από το 35% και δεν θα ήταν, ειδικά σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, ανέφικτος στόχος.

Σημειώνουμε πως η ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος, σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη των συνταγματολόγων, μπορεί να γίνει με νόμο και δεν χρειάζεται, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, να περιληφθεί στις υπό αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις. Αυτό καθιστά ακόμη πιο εύκολο το έργο του Μητσοτάκη, εάν διαγενομένου του χρόνου και των εξελίξεων αλλάξει γνώμη και συνταχθεί με τους υπουργούς που του εισηγούνται, όπως άλλωστε έχει και ο ίδιος παραδεχθεί, να αλλάξει τον εκλογικό νόμο για να αποφύγει η χώρα μια ακόμη διπλή αναμέτρηση την Άνοιξη του 2027. Και ο ίδιος να γίνει, εφόσον κερδίσει τις εκλογές, ο τέταρτος Έλληνας πρωθυπουργός που θα χριστεί «προεδρεύων» της ΕΕ για έξι μήνες, από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2027. Μέχρι στιγμής αυτό το προνόμιο το έχουν ο Ανδρέας Παπανδρέου τρεις φορές (1983, 1988 και 1994) και από μία ο Κώστας Σημίτης (2003) και ο Αντώνης Σαμαράς (2014). Θα θελήσει ο Κυριάκος να είναι ο τέταρτος; Και για να το επιτύχει θα αλλάξει, κατά το δοκούν και συμφέρον, τον εκλογικό νόμο; Θα το μάθουμε μετά το καλοκαίρι του 2026. Μέχρι τότε θα επιμένει στη ρητορική του θεσμικού παίχτη που δεν συμπεριφέρεται καιροσκοπικά στο θέμα της βούλησης των ψηφοφόρων για τον πρωθυπουργό και το κόμμα που θέλουν να τους κυβερνήσει…

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.