ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Η επώδυνη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και η μεγάλη ευκαιρία

Χάθηκαν πέντε χρόνια. Από το «λεφτά υπάρχουν» πήγαμε στα «Ζάππεια», στα «18 ισοδύναμα», στην «σταδιακή αποδέσμευση από το Μνημόνιο», στην «απαγκίστρωση από το Μνημόνιο» και καταλήξαμε στο «σκίσιμο μ' έναν νόμο και ένα άρθρο».

Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ καιρό πριν τις τελευταίες εκλογές, είχε αφήσει πίσω του την ρητορική του «σκισίματος» του Μνημονίου και ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας επαναλάμβανε διαρκώς ότι «δεν υπάρχουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις», ότι «η Αριστερά δεν έχει μαγικό ραβδάκι» και πως ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν είναι η Αριστερά των χρεών και των ελλειμμάτων». Όμως, κακά τα ψέματα, αυτό που «έμεινε» στην κοινωνία -γιατί ήθελε να το ακούσει, κυρίως- ήταν η κατάργηση του Μνημονίου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, για όποιον έχει παρακολουθήσει από κοντά τις 5μηνες διαπραγματεύσεις και σε επίπεδο Brussels Group αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, ήταν η μόνη κυβέρνηση που αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή την πλήρη καχυποψία των δανειστών -σε σημείο να μην γίνονται δεκτά ισοδύναμα και να τορπιλίζουν οι δανειστές (μία οι εκπρόσωποι της Κομισιόν, την άλλη οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ και, συχνότερα, οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ) την όποια προοπτική συμφωνίας -και αυτό γινόταν κάθε φορά που, όλως τυχαίως, οι δύο πλευρές έφταναν μία ανάσα από τη λύση.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κυβέρνηση εξήντλησε πράγματι όλα τα διαπραγματευτικά περιθώρια -ίσως να πέρασε και όρια του χρόνου και της αντοχής της οικονομίας- και ήρθε αντιμέτωπη με τον ύστατο εκβιασμό: ή Μνημόνιο ή έξοδος από το ευρώ.

Έκτοτε, δηλαδή από την προηγούμενη Δευτέρα οπότε και έληξε, έπειτα από 17 ώρες διαπραγματεύσεων, η δραματική Σύνοδος Κορυφής, μπήκε σε εφαρμογή αυτό το περίφημο δημοσιογραφικό και πολιτικό κλισέ, σύμφωνα με το οποίο «ήρθε η ώρα της αλήθειας».

Βεβαίως, προφανώς όσα γίνονται πόρρω απέχουν από την λαϊκή εντολή που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, μέσα από την πολύ επώδυνη για όλους συνειδητοποίηση πως δεν έχουμε να κάνουμε με «εταίρους», αλλά με «δανειστές» και πως αυτή είναι η νεοφιλελεύθερη Ευρωζώνη και Ευρώπη του σήμερα, προβάλλει μία πρώτη ευκαιρία να αλλάξουν οι όροι του πολιτικού διαλόγου. Τώρα που η κοινωνία συνειδητοποιεί κι εκείνη με τη σειρά της πως το πλαίσιο που θα πρέπει να κινηθεί η χώρα τα επόμενα χρόνια είναι δεδομένο είναι μίζερο, ασφυκτικό και δύσκολο, είναι καιρός να επιστρέψουμε στον παλιό πολιτικό διάλογο και στον κλασικό πολιτικό διαχωρισμό: είναι καιρός, μ' άλλα λόγια, να υποχωρήσει το απολιτικό, αποϊδεολογικοποιημένο και «θολό» δίπολο «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» και να επιστρέψουμε στο δίπολο «Αριστεράς-Δεξιάς».

Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις πολιτικές δυνάμεις που αναγνωρίζουν τον μονόδρομο της παραμονής στην Ευρωζώνη και δεν υπόσχονται καθρεφτάκια στους ιθαγενείς, είναι ώρα να ανοίξει ένας διάλογος για το πώς πρέπει να πορευθεί η χώρα από εδώ και πέρα, ποιοι πρέπει να σηκώσουν το βάρος της κρίσης, ποιοι πρέπει να ελαφρυνθούν. Και ταυτόχρονα, να ανοίξει και ο διάλογος που αφορά στο ποιο παραγωγικό μοντέλο θέλουμε να φτιάξουμε, ποιοι τομείς της οικονομίας θα τραβήξουν το κάρο για την επόμενη 20ετία, τί χώρα θέλουμε να είμαστε σε 10, 20, 30 χρόνια.

Η ΝΔ ήδη προτείνει περαιτέρω μείωση του κόστους του δημοσίου τομέα, εισπράττοντας κριτική για «φλερτ» με νέες απολύσεις και για εκτός τόπου και χρόνου «ισοδύναμα» σε μία χώρα όπου σχολεία, νοσοκομεία, σώματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας λειτουργούν ήδη οριακά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται διστακτικός στην κατάργηση των πρόωρων συντάξεων, εισπράττοντας κριτική για «υπόθαλψη συντεχνιών» και άλλα ηχηρά παρόμοια.

Όποια εκδοχή κι αν προτιμά ο οποισδήποτε από εμάς, είναι σαφές ότι από το κάθε «ισοδύναμο» που προτείνει κάθε κόμμα, αλλά και από το σε ποιον τομέα ρίχνει το βάρος η κάθε πολιτική δύναμη, καθίστανται σαφή και πάλι τα κλασικά όρια και οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Αριστεράς, Δεξιάς και Κέντρου.

Και, ίσως αν ξεκινήσουμε να διεξάγουμε τον πολιτικό διάλογο επί αυτών των όρων, να ξεκινήσει πραγματικά αυτή η διαρκώς εξαγγελλόμενη και ουδέποτε ελθούσα «νέα Μεταπολίτευση». Γιατί «νέα Μεταπολίτευση» με «μερκελιστές», «δραχμοφονιάδες», «τρομολάγνους» και «γερμανοτσολιάδες» είναι χειρότερη από το χάος και απ' αυτό που αφήνουμε πίσω μας.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.