ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Κράτα τη γωνία για μένα!

``…Σιροπιάστε το γλυκό αμέσως μόλις βγει από το φούρνο, ρίχνοντας  το σιρόπι σιγά-σιγά, να ακούγεται. Έτσι μελώνει το γαλακτομπούρεκο τέλεια!``

Η κυρία Παναγούλα  λέει  τη συνταγή με μια αναπνοή , σαν  ποίημα , έτσι που επειδή δεν είσαι προετοιμασμένη  , αισθάνεσαι χαζή .

``Ε, συγγνώμη, μήπως μπορείτε να μου γράψετε τη συνταγή! ``

Μεγαλόσωμη αλλά σβέλτη, η γειτόνισσα μου πάντα πρόθυμη να βοηθήσει και να μοιραστεί μαζί σου τις γνώσεις της.

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα, μετανάστευσε , νέο κορίτσι ,  στη Γερμανία , δούλεψε, παντρεύτηκε , έκανε οικογένεια και όπως λέμε πρόκοψε.

Πριν τα σαράντα , έγινε ιδιοκτήτρια εστιατορίου  και  επειδή ήταν ντροπαλή χώθηκε στη κουζίνα, σαν την κανονική μαμά , μαγείρεψε τα φαγητά που είχε μάθει στα νιάτα της.

Το εστιατόριο  πήγε σφαίρα  και άφησε εποχή για τις δίπλες της , τα λαλάκια της και το ξακουστό γαλακτομπούρεκο της.

``Όλο το μυστικό είναι στα υλικά``, εξηγεί η κυρία Παναγούλα  και ψάχνει το παλιωμένο τετράδιο με τις συνταγές. Τις περισσότερες  τις έμαθε από την μάνα της και τις κατέγραψε με την αυθεντική τους ονομασία.

``Να φας μπακαλιάρο τσιλαδιά`` από τα χέρια της και μετά να μου πεις αν υπάρχει αλλού καλύτερη  σεφ``, λέει  η κόρη της και καμαρώνει .

Η  κυρα- Παναγούλα έχει και μια απλότητα που σε τρομάζει.

Την ρωτάω , τι σημαίνουν για εκείνη τα Χριστούγεννα.

``Νομίζω, ότι για όλο τον κόσμο``.  Τώρα που πήρε σύνταξη και γύρισε στην πατρίδα, θα βγει , θα ψωνίσει , θα στολίσει το σπίτι,  θα ετοιμάσει το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Δεν είναι μόνο η μέρα των Χριστουγέννων  που την κάνει να αισθάνεται διαφορετικά. Είναι το πριν. Όλη εκείνη η προετοιμασία που διακόπτεται και ξαναρχίζει. Οι  επιθυμίες ενώνονται με τις μυρωδιές. Την ώρα που μαγειρεύει υπάρχει η διάθεση να γελάσει, να σαρκάσει, να αυτοσαρκαστεί .  Είναι αυτές οι στιγμές που ονειρεύεται και σκέφτεται: Τι δίνω σ’αυτό τον κόσμο;

Ίσως κάπου αλλού, σε μια άλλη εποχή, οι άνθρωποι να μην κλείδωναν τις πόρτες τους χρονιάρες μέρες.

Χρονιάρες  μέρες ``ανοίγει`` το σπίτι  της και στρώνει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι για συγγενείς , φίλους και γείτονες.  Τις καλύτερες τις συνταγές της φυλάει για τη μέρα των Χριστουγέννων. Πανηγύρι και γιορτή χωρίς γουρουνόπουλο, στην Καλαμάτα, δε γίνεται. Βεγγέρα, την έλεγε η Συριανή πεθερά της.

Βεγγέρα; Τι είναι αυτή, τρώγεται. Με σαντιγί και μπόλικη κανέλα.  Α, πα, πα. Χίλιες θερμίδες και βάλε. Μια βεγγέρα light.

Η Δάφνη, η εγγονή, ήταν έτοιμη να ορμήσει στην κουζίνα της γιαγιάς αλλά την συγκράτησε το  άγριο  βλέμμα του πατέρα της.

``Ένα σκασμό λεφτά πληρώνω! Τι σας μαθαίνουμε στο σχολείο! Άκου, βεγγέρα light!``

``Εγώ, τι βρίσκω, σούπερ! Και πολύ προχωρημένη! Βεγγέρα!

Βαρέθηκε τα like σε χιονισμένα έλατα. Μπλιαχ. Τώρα μάλιστα που όλοι ψάχνονται για καινούργια πράγματα , θα ανάψει το δικό της alarm. Βεγγέρα! Θα την ποστάρει με ένα τεράστιο ερωτηματικό. Να δεις που κανένας δεν ξέρει! Βεγγέρα;  Η `βεγγέρα` θα κάνει θραύση στο face book.

Είναι Χριστούγεννα. Ο κύριος Γ. έριξε μια αδιάφορη ματιά στη τηλεόραση  που έπαιζε ώρες . Η κρίση είναι φανερή και στα κανάλια.  Ας είναι καλά οι μαγείρισσες και οι μάγειροι που έβαλαν πλάτη στην κρίση.

Ο κύριος Γ. σήκωσε το φάκελο από το πάτωμα.  Μάλλον κάποιο διαφημιστικό για το δωδέκατο σουβλατζίδικο της γειτονιάς.

Ο κύριος Γ. περιπλανήθηκε λίγο στα κανάλια .Δεν ήταν να τελείωνε μια ώρα αρχύτερα η αποψινή βραδιά. Μάταιες προσπάθειες. Η πόλη ετοιμαζόταν για το Χριστουγεννιάτικο δείπνο.

Τα μάζεψε τα φωτάκια από το παράθυρο. Δε βαριέσαι; Τυλίχτηκε σε αναμνήσεις τρυφερές. Αχ και να βρισκόταν κάποιος να διηγηθεί εκείνη την χιλιοειπωμένη ιστορία για το άστρο της Βηθλεέμ.

Να μπορούσε να μυρίσει το ξύλο στο τζάκι ,  το χοντρό κρύο, τις ανάκατες μυρωδιές από τα φαγητά και τα γλυκά που οσφραινόταν στον αέρα σαν κυνηγόσκυλο.

Τα πρόσωπα στο δωμάτιο πλήθαιναν. Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή.

Ο κύριος Γ. συνήλθε ξαφνικά και απόδιωξε τις σκέψεις. Στην οθόνη της τηλεόρασης ένας χιονάνθρωπος ξεπρόβαλλε μέσα από το σουφλέ.

Δίχως να το καταλάβει βρέθηκε στην κουζίνα. Στάθηκε μπροστά στο ψυγείο. Άδειο, όπως και η ψυχή του. Μια πόρτα άνοιξε.

Το πιο ευτυχισμένο  οικογενειακό δείπνο,  ήταν στο πατρικό του, στα  δέκατά του γενέθλια, στο Βόλο.

Ζέστη, αφόρητη, ζέστη. Βεγγέρα. Η μάνα του με το μακρύ της φόρεμα.   Αφουγκράζεται το θρόισμα του ταφτά, καθώς στριφογυρίζει ανάμεσα στους καλεσμένους της.

Θυμάται τα τραγούδια τους, τα γέλια τους , τα μικρά φανάρια που φώτιζαν  το δρόμο των καλεσμένων. Βεγγέρα! Θα κάνει το πρώτο like της ζωής του.

Αχ , εκείνη η σιροπιαστή  ξεροψημένη γωνίτσα γαλακτομπούρεκο . Νιώθει τον ουρανίσκο του να φλέγεται! Καλά Χριστούγεννα!

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.