ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Η συνέντευξη Πούτιν και οι διεθνείς δεσμεύσεις των ΗΠΑ

Σε λίγες μέρες από σήμερα, στις 24 Φεβρουαρίου, συμπληρώνονται δύο χρόνια από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πολλοί δημοσιογράφοι από αμερικανικά και βρετανικά τηλεοπτικά δίκτυα είχαν ζητήσει να πάρουν συνέντευξη από τον Ρώσο Πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν και τελικά το κατάφερε ο Τάκερ Κάρλσον, ο πρώην παρουσιαστής ειδήσεων του FOX που είναι γνωστός για την στάση του κατά της Ουκρανίας. Ο Πούτιν συμφώνησε να δώσει συνέντευξη με σκοπό να παραθέσει τους στρατηγικούς λόγους για την εισβολή, αναφερόμενος σε ιστορικές αδικίες και στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, όπως και για να αξιολογήσει την τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία.

Η διάρκειας 2 ωρών συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου και ξεκίνησε με μία ημίωρη διάλεξη από τον Πούτιν, στις οποίες επανέλαβε γνωστές θέσεις του για την ιστορία της Ρωσίας και της Ουκρανίας και πώς αυτές νομιμοποιούν την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» που σωβεί από το 2022.

Το αφήγημα του Πούτιν για την Ουκρανία ως τεχνητά κατασκευασμένο κράτος είναι γνωστό από το 2021, όταν είχε γράψει σχετικό δοκίμιο 5.000 λέξεων και υποχρέωσε τους Ρώσους αξιωματούχους να το διαβάσουν, ως μέρος της προετοιμασίας για την εισβολή στην Ουκρανία. Η εμμονική πίστη και η επανάληψη του αφηγήματος είναι απαραίτητο εργαλείο για την αιτιολόγηση επιχειρησιακών στόχων, όπως η κατάληψη του Κιέβου ως κοιτίδα του ρωσικού έθνους από το 862 μ.Χ., παρότι η πλειονότητα των 3.6 εκ. κατοίκων της πόλης είναι Ουκρανοί.

Το δεύτερο αφήγημα του Πούτιν αναφέρεται στην πεποίθηση ότι η Ρωσία εξαναγκάζεται σε ενέργειες από πολιτικές που η Δύση λαμβάνει με ελεύθερη βούληση. Ο Ρώσος Πρόεδρος κάνει λόγο για ένα «θεμελιώδες σφάλμα απόδοσης», σύμφωνα με τον όρο της κοινωνικής ψυχολογίας, όταν το ΝΑΤΟ ξεκίνησε να χτίζει στρατιωτικές βάσεις στην Ουκρανία. Ο Πούτιν δήλωσε ότι σκοπός των βάσεων ήταν η επίθεση για ανακατάληψη των εδαφών του 2014 και η επίθεση στην ευρύτερη ρωσόφωνη περιοχή του Ντονπάς. Επίσης, δήλωσε ότι ούτε η Ουκρανία ήταν άμοιρη ευθυνών, επειδή εγκατέλειψε τις συμφωνίες του Μινσκ και η κυβέρνηση είχε καταληφθεί από νεοναζί, παρότι ο Πρόεδρος Ζελένσκι είναι εβραϊκής καταγωγής. Ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι εξαναγκάστηκε να επιτεθεί για να σταματήσει τον πόλεμο, επειδή από τα τέλη του 2019 ήταν πεπεισμένος για την πρόθεση των ΗΠΑ να καταστρέψουν τη Ρωσία, επομένως θεωρούσε ότι κάθε διάλογος με τη Δύση ήταν χάσιμο χρόνου.

Όταν η συζήτηση στράφηκε στους τακτικούς στόχους της Ρωσίας, η προσεκτική αναφορά σε «εκκαθάριση» όλων των νεοναζιστικών κινημάτων στην Ουκρανία υπονοούσε τη βούληση του Πούτιν για ριζική αναθεώρηση του συντάγματος και του πολιτικού συστήματος της Ουκρανίας, ώστε να μην ανέλθει στην εξουσία κανένας φιλοδυτικός ηγέτης. Αυτή η βούληση πηγάζει από την πεποίθησή του ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να χάσει τον πόλεμο, προτείνοντας στις ΗΠΑ να ασχοληθούν με τα δικά τους προβλήματα, όπως η μετανάστευση και το δημόσιο χρέος.

Οι ΗΠΑ, για τον Πούτιν, αποτελούν ενσάρκωση του διαβόλου και είναι καταδικασμένες σε παρακμή, όποιος και αν κατοικεί στον Λευκό Οίκο. Σε αυτή την λογική, μόνο οι ΗΠΑ και η CIA είχαν συμφέρον και ικανότητα να ανατινάξουν τον αγωγό ‘Nord Stream’. Ακόμη κι έτσι, ο Πούτιν δηλώνει έτοιμος να συνομιλήσει με τις ΗΠΑ και τον Πρόεδρο Ζελένσκι, όπως και να προβεί στην απελευθέρωση του Έβαν Γκερσκόβιτς, του κατηγορούμενου για κατασκοπεία δημοσιογράφου της Wall Street Journal, ως κίνηση καλής θέλησης για την οποία απαιτεί ανταπόδοση.

Η συνέντευξη του Πούτιν έγινε δεκτή με σχετικό ενθουσιασμό από τους υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως «σύγκρουση του Μπάιντεν». Ο Πούτιν, σε δημόσια τοποθέτηση στις 14 Φεβρουαρίου, δήλωσε ότι προτιμά την επανεκλογή Μπάιντεν, επειδή είναι «πιο έμπειρος, προβλέψιμος και πολιτικός παλιάς κοπής». Η συγκεκριμένη δήλωση ήρθε μία μέρα μετά τη δήλωση Μπάιντεν, ότι ο Τραμπ «υποκλίνεται σε έναν Ρώσο δικτάτορα», και την ίδια περίοδο που η Βουλή των Αντιπροσώπων συνεδριάζει για την αποδέσμευση μεγάλου πακέτου βοήθειας προς την Ουκρανία. Ο Τραμπ προσπαθεί να επηρεάσει τους Ρεπουμπλικάνους Βουλευτές να καταψηφίζουν το πακέτο ύψους 95.34δις δολαρίων, που έχει ήδη περάσει από τη Γερουσία, στη βάση ότι αυτό το ποσό μπορεί να αξιοποιηθεί για εγχώρια ζητήματα και με δεδομένη την πίστη του ότι ο ίδιος θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανίας εντός 24 ωρών.

Ο Τραμπ επαναλαμβάνει τις θέσεις που διατύπωνε και κατά την προεδρική θητεία του, δηλαδή ότι οι πολυμερείς συμμαχίες περιορίζουν την αυτονομία λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ, οι οποίες πρέπει να διαπραγματευτούν εκ νέου τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Ο Τραμπ αμφισβητεί το ΝΑΤΟ ως πυλώνα εξυπηρέτησης των αμερικανικών συμφερόντων, δεδομένου ότι αντιλαμβάνεται τη Κίνα ως τη βασική απειλή που αναδύεται στην περιοχή του Ειρηνικού. Σε προεκλογική συγκέντρωση στις 12 Φεβρουαρίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα ενθαρρύνει τη Ρωσία να εισβάλει στα κράτη του ΝΑΤΟ που δεν τηρούν την υποχρέωση να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ τους για τις ανάγκες της συμμαχίας.

Οι Δημοκρατικοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες παραθέτουν συγκεκριμένα επιχειρήματα κατά των θέσεων του Τραμπ: σήμερα, 11 από τα 31 μέλη του ΝΑΤΟ αποδεσμεύουν πάνω από 2% του ΑΕΠ τους, σε σχέση με 4 μέλη το 2014, και ακόμα 11 μέλη πάνω από το 1.5%. Επίσης, οι ΗΠΑ αποκομίζουν τεράστια κέρδη από την πρόσβασή τους σε βάσεις σε στρατηγικά σημεία, ενισχύοντας έτσι την ικανότητα προβολής της ισχύος τους. Επιπλέον, εντός του ΝΑΤΟ υπάρχει η δυνατότητα διαμοιρασμού στρατιωτικής τεχνολογίας και ενισχύεται η ικανότητα αντιμετώπισης νέων απειλών, όπως ο υβριδικός πόλεμος. Τέλος, η ηγεσία του μεγαλύτερου στρατιωτικού συνασπισμού παγκοσμίως, δίνει στις ΗΠΑ διπλωματική επιρροή και τις βοηθά να χτίσουν οικονομικές και εμπορικές συνεργασίες.

* Ο Δρ Χάρης Μπουμπαγιατζόγλου είναι Διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.